Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006

ΟΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ

Όπως πρέπει

Ένα κορμί να ξεσπάσουν οι θύελλες
των λιμασμένων ματιών.
Ένα κορμί
να πάψουν οι δρόμοι να στενεύουν
οι πόρνες να γίνουν βασίλισσες
όπως τους πρέπει.
Ένα κορμί
τα φαντάσματα να χαθούν
στα υγρά υπόγεια
στους πρόστυχους καπνούς να γεννηθεί η άνοιξη.
Ένα κορμί
να βρει έναν αντρίκειο θάνατο
να ξαποστάσει.

Κυριακή, Αυγούστου 27, 2006

ΕΤΣΙ ΣΕ ΟΝΟΜΑΣΑ ΚΥΡΑ

ΕΤΣΙ ΣΕ ΟΝΟΜΑΣΑ ΚΥΡΑ


Νύχτα σαν σίδερα
Σε ανήλιαγο μπουντρούμι
Ούτε όνειρο δεν περνά.

Οι φύλακες τέρατα και μιζέρια
Της περασμένης μου ζωής
Για να μην έχω αύριο
Έκαναν όρκους στη βασίλισσα
Της ασχήμιας και του μίσους
Φουμάρουν
Κι ούτε ένα τσιγάρο δεν κερνούν.

Μόνο όταν τους πέφτει
Από την τρύπια τσέπη
Ένα από τα’ ασημικά
Που μαζεύουν από τις μασχάλες των πεθαμένων
Ένα φως τρεμοσβήνει στην άκρη του μυαλού μου
Και σε βλέπω
Αποκομμένη από τη χορωδία των αγγέλων
Να στέκεσαι σαν άγαλμα
Που το λευκό του μάρμαρο
Με καλεί
Να βάλω φωτιά στη νύχτα
Και να δραπετεύσω.
Έτσι σε ονόμασα ΚΥΡΑ.

Τρίτη, Αυγούστου 15, 2006

ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ


Αέρινο κορμί
Το πέρασα στη φλέβα
Σταυροβελονιά.

Μέρες του καλοκαιριού
Ανυπότακτες
Με τα αλάνια να μασάνε
Βασιλικό και δυόσμο.
Νύχτες του καλοκαιριού
Ανέρωτες
Με την άμμο στην παλάμη μου
Να ξοδεύεται
Στο ρίγος για το άλλο κορμί.

Μέρες και νύχτες
- έτος πάλι της αμφιβολίας –
και τα κόκαλα απέναντι στη μοναξιά
παίζουνε στο χάσιμο…

Πέμπτη, Αυγούστου 10, 2006

"ΚΥΡΑ ΜΟΥ ΠΑΡΑΧΟΝΤΡΥΝΕΣ"

Στην όμορφη επαρχιακή πόλη, που το τσιμέντο μπαινοβγαίνει στους δρόμους λόγω της προσωπικής αντίληψης του καθενός περί των ορίων της οικοδομικής γραμμής και φτιάχνει μαιάνδρους, με το κυκλοφοριακό χάος γιατί όλοι έχουμε αυτοκίνητο και πρέπει να το επιδεικνύουμε σαν ξεχασμένοι μπρούκληδες, με τις εκκλησίες πάνω στους αρχαίους ναούς και τα «κοτόπουλο ψητό» σε κάθε γωνία, όλοι είμαστε ευτυχισμένοι.
Με τα Γράμματα να είναι περιττά για να μην κουράζεται το μυαλό μας και μας πιάνουν άγχη, η μιζέρια περισσεύει και οι «άλλοι ποιητές» ευδοκιμούν.
Εννοώ εκείνους που νομίζουν ότι γράφουν ποιήματα και αναγνωρίζονται από τους Νομάρχες, τους Δημάρχους και τους Συμβούλους, και με επίσημες τιμητικές εκδηλώσεις, ίσως γιατί τις περισσότερες φορές οι τελευταίοι δεν αντέχουν και θέλουν να αποφύγουν τις μουρμούρες και τα παρακάλια των «τοπικών γιγάντων του πνεύματος».
Είναι το δράμα της επαρχίας όπου όλοι γνωριζόμαστε και ο ένας δεν θέλει να στενοχωρήσει τον άλλο. Όπου η κοινωνική αβροφροσύνη έχει αντικαταστήσει την κριτική.
Και όπου όλες οι ανοησίες είναι ενδιαφέρουσες, καλές, συγκινητικές, σπουδαίες και δεν παίρνουμε ένα βούρδουλα της αξιοπρέπειας και της λογικής, να κλείσουμε μέσα στο μαγειρείο τους όσους νομίζουν ότι τα σουτζουκάκια είναι ποίηση και να τους αναγκάσουμε να τρωνε οι ίδιοι τα έργα τους μέχρι να βαρυστομαχιάσουν. Γιατί εμείς έχουμε κάνει εμετό λερώνοντας όμως μόνο το πουκάμισο μας.
Είναι το δράμα γιατί άμα αρχίσεις να λες στον ένα και στον άλλο που κορδώνεται ότι είναι ποιητής ( Κυρά μου παραχόντρυνες/ και έγινές μπατάλω/ σαν το δικό σου το καπώ/ στον κόσμο δεν ειν’ άλλο) ν’ αφήσει τις ανοησίες ή να δει ό,τι κάνει σαν αστειάκι για τους φίλους του και έστω σαν ξεκούραση δικιά τους, τότε κινδυνεύεις να μείνεις χωρίς φίλους, δεν θα σου λένε καλημέρα και θα στρίβουν όταν σε βλέπουν γιατί είσαι μίασμα κουλτουριάρης.
Αφήνεις λοιπόν τα πράγματα να κυλάνε όπως είναι το συνήθειο χρόνων .
Και τη μιζέρια να μεγαλώνει και τον πολιτισμό της μικρής σου πόλης «χαρά γεμάτο».
Με τους ποιητικίζοντες να πιάνουν τα καθίσματα πρώτης σειράς στις εκδηλώσεις, να συστήνονται με τίτλους που έχουν δώσει οι ίδιοι στους εαυτούς τους και να μοιράζουν τις συνήθως κακοτυπωμένες εκδόσεις τους κατά προτίμηση σε ωραίες αλλά ανέραστες δεσποινίδες.
Μη μπερδέψετε σε καμία περίπτωση αυτούς τους τύπους με τους λαϊκούς ποιητές. Οι τελευταίοι μπορεί να γράψουν και ποιήματα. Και κατά κανόνα είναι σεμνοί.
Οι ποιητικίζοντες είναι το θέμα μας. Που εκμεταλλεύονται την μικρή κοινωνία της ανοχής, που λαμβάνουν την κοινωνική αβροφροσύνη σαν κριτική και σαν στέρεα γνώμη και καβαλάνε το καλάμι και άντε να τους σταματήσεις έτσι που πήγασο το ονόμασαν.
Πέρα από το καλαμπούρι της ιστορίας όμως, τα πράγματα έχουν και μια σοβαρή και ίσως επικίνδυνη παράμετρο.
Που αφορά σε νέους που αγαπούν τα γράμματα, την ποίηση και σε ώριμους που είναι ανυποψίαστοι.
Επειδή ο «κύριος Παντελής είναι ποιητής» και επειδή «ο κύριος Γιάννης» του είπε «ενδιαφέρον αυτό που γράψατε για το θάνατο του μάστρο-Κώστα» και ο κύριος Παντελής φρόντισε να μπει σε όλες τις τοπικές εφημερίδες, ο νέος και ο ανυποψίαστος ώριμος νομίζουν ότι αυτή είναι η ποίηση. Και ή χωρίζουν αμέσως από δαύτη, ή γεννιέται ένας έρωτας μεγάλος, με ξύλο και βρισιές. Με μώλωπες και με μαυρίλες.
Αυτά στην όμορφη, επαρχιακή μας πόλη όπου
«Κυρά μου παραχόντρυνες....»

ΜΠΑΝΙΟ ΣΤΗΝ ΠΙΣΙΝΑ

ΜΠΑΝΙΟ ΣΤΗΝ ΠΙΣΙΝΑ


Η Ακροναυπλία χτίστηκε από τους Βενετούς. Στη συνέχεια μετατράπηκε σε νοσοκομείο και στρατώνας για να καταλήξει σε φυλακές για ποινικούς και κυρίως πολιτικούς κρατούμενους. Οι στεναγμοί που σκέπαζαν το Ναύπλιο για χρόνια πρέπει να στοιχειώνουν ακόμα την πόλη, και το αίμα των εκτελεσμένων πάντα θα φωνάζει, ζητώντας δικαίωση. Αίμα πατριωτών που είχαν αντισταθεί στους εχθρούς της πατρίδος και η ίδια η πατρίδα, με τους προδότες που κατέλαβαν την εξουσία τους εκδικήθηκε με την κατηγορία του ηρωισμού.
Οι φυλακές της Ακροναυπλίας που έπρεπε να διατηρηθούν σαν μνημείο αγώνων και βασανισμών, δεν υπάρχουν πια. Κατεδαφίστηκαν το 2970 και στη θέση τους υψώθηκε το πολυτελές ξενοδοχείο ΞΕΝΙΑ ΠΑΛΛΑΣ..
Εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών και όσοι θέλουν να εξορίσουν την μνήμη από το παρόν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και κατεδάφισαν τις αιματοποτισμένες φυλακές. Φυσικά και με το αντίστοιχο κέρδος.. Δεν είναι ώρα να ξαναρχίσουμε την αντιπαράθεση.
Πολλές σελίδες έχουν γραφτεί για την Ακροναυπλία και όσα έγιναν σ’ αυτή κατά τα τελευταία χρόνια. Σελίδες με περιγραφές που σου παγώνουν το αίμα και σελίδες ύμνους στην αντοχή και την περηφάνια του ανθρώπου. Λίγες σελίδες θα παραθέσουμε και εμείς από τα Απομνημονεύματα ενός ανθρώπου που πλήρωσε με είκοσι τρία χρόνια φυλακές και εξορίες την πίστη του στη δημοκρατία και τον άνθρωπο.
Από τα «Απομνημονεύματα» του Βαγγέλη Κλαδούχου και αφιερωμένο σε όσους θέλουν να ξεχάσουν και να απολαύσουν την πισίνα του Ξενοδοχείου πολυτελείας:
«Αυτό το πολύωρο δραματικό περιστατικό σημαδεύει τη ζωή και την αντρειοσύνη των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης που βρέθηκαν μετά τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» στον ανεμοδαρμένο και ιστορικό κείνο βράχο της Ακροναυπλίας.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι ήταν 700 και πάνω. Η Ακροναυπλία είχε μετατραπεί εκείνο τον καιρό σ’ ένα είδος μεταγωγών. Φέρνουν εκεί παλικάρια από τη Μακεδονία, Ήπειρο, Εφτάνησα κι απ’ αλλού και σε συνέχεια τα προωθούν στη Γυάρο, Μακρόνησο και άλλες φυλακές και κολαστήρια. Τα κακουργιοδικεία και στρατοδικεία, λαδωμένα γρανάζια με τις στερλίνες των τόρηδων και τα δολάρια του «Δόγματος Τρούμαν» και «Σχεδίου Μάρσαλ» αποφάσιζαν και καταδίκαζαν κατά δεκάδες τους αγωνιστές σε θάνατο. Η όλη διαδικασία δεν κράταγε τις περισσότερες φορές πάνω από μια ώρα. Γελαστοί οι υπόδικοι αγωνιστές, κατέβαιναν τα 300 σκαλιά της Ακροναυπλίας για να φτάσουν στα δικαστήρια και μετά να γυρίσουν και πάλι γελαστοί, πίσω στο βράχο του προμηθέα, αλλά τώρα μελλοθάνατοι.
Όσο συνταύλαγαν οι Αμερικάνοι τον εμφύλιο πόλεμο, τόσο οι μελλοθάνατοι αύξαιναν σε τούτο το κάτεργο, φτάσαν τους 160 τον αριθμό. Έκοβε το λεπίδι στο νεκροταφείο της Πρόνοιας κι αλλού, αλλά ο αριθμός δεν λιγόστευε. Η άρχουσα τάξη φοβόταν να έχει τους μελλοθάνατους με τους ελαφροποινίτες στους ίδιους θαλάμους. Γι’ αυτό αποφάσισε να τους τοποθετήσει σε έναν, το δεύτερο εκεί θα τους έλεγχε καλύτερα , όπως υπολόγιζε. Αυτό γίνεται στις αρχές του 1948.
Εκεί οι μελλοθάνατοι οργανώνουν τη δική τους ζωή και αναπνέουν ενιαία αγωνιστική αντίσταση. Εκλέγουν δημοκρατικά, όπως πάντα, τα όργανα τους: θαλαμάρχη και βοηθό του, υπεύθυνο καθαριότητας, διαφωτιστή, ψυχαγωγίας υπεύθυνο κ.α. όργανα. Παίρνουν μέρος στη γενική επιτροπή της Ομ. Συμ. Πολ. Κρατουμένων. Αυτά από τη μια μεριά. Από την άλλη όμως πλευρά ο αντίπαλος ποτέ δεν διώχνει το βλέμμα του απ’ τη φυλακή Ακροναυπλίας. Δυο και μοναδικοί οι βασικοί του σκοποί: η πολιτική και φυσική εξόντωση των αγωνιστών.
Σε κάθε είδους υλικές στερήσεις και στην τρομοκρατία έρχονται και οι έντεχνες διαδόσεις: «… θα εκτελέσουν αυτές τις μέρες 15». «Θα εκτελέσουν ‘όπως φαίνεται 25». «… αυτή η εντολή θα έχει πάνω από 40 για εκτέλεση».
Με αυτά τα «νέα» και τις πιέσεις των αντιπάλων φτάνουμε στο τέλος της άνοιξης του 1948. Κάθε είδους εφημερίδες εκείνο τον καιρό απαγορεύονταν στη φυλακή.
Η μια μέρα χειρότερη από την προηγούμενη, αλλά αντιστεκόμενοι φτάσαμε στην εποχή του περιστατικού του υπουργού Δικαιοσύνης Λαδά Χρήστου. Την αξεκαθάριστη ως τώρα δολοφονία του. Βρισκόμαστε στο Μάιο του 1948. Τότε οργιάζει το στένεμα και οι πονηρές διαδόσεις. Ούρλιαζαν πως το ένα εκτελεστικό απόσπασμα έρχεται πίσω από το άλλο για να θερίσουν τα κεφάλια όλων των μελλοθανάτων. Φτάνουν στο σημείο να διαδίδουν επίμονα ότι και οι 160-περίπου- θανατοποινίτες θα εκτελεστούν. Μ’ αυτόν τον τρόπο η «ζωή τραβούσε την ανηφόρα».
Είναι απόγευμα. Έγινε διανομή συσσιτίου. Χτυπάει η καμπάνα να αποσυρθούν οι κρατούμενοι απ’ το προαύλιο στους θαλάμους τους. Οι μάγειροι βρίσκονται ακόμα στα μαγειρεία να πλύνουν τα καζάνια τους και για τις προετοιμασίες της επόμενης μέρας. Μόλις έγινε η καταμέτρηση από τους φύλακες, έκλεισε η σιδερένια πόρτα. Στις φυλακές, ως γνωστό, απαγορεύεται να ανοίξει η πόρτα κατά τη διάρκεια της νύχτας ούτε τα κλειδιά να παραδοθούν σε ανεύθυνο πρόσωπο. Οι μελλοθάνατοι ετοιμάζουν τραπέζι και κάθονται κατά γκρούπες, όπως έχουν οργανώσει τη ζωή τους, για φαγητό. Δεν έχουν οι πρώτοι τελειώσει την τελευταία μπουκιά και ακούγεται δυνατός χτύπος στην πόρτα. Από το φιλιστρίνι διακρίνεται το μάτι του φύλακα. Φτάνει η φωνή του:
-Να έρθει εδώ ο θαλαμάρχης.
Πράγματι φτάνει.
-Τι θέλετε; Ρωτάει
-Να ετοιμαστούνε για μεταγωγή στη φυλακή Γυάρου οι κρατούμενοι μελλοθάνατοι Νίκος Οικονομόπουλος (από Κιάτο Κορινθίας) Χρήστος Κυρίτσης (από Λιόπεσι Κορινθίας), Πάνος…(ψευδώνυμο Τρομάρας, Ρουμελιώτης) και … Δασκαλάκης (από χωριό της Αρκαδίας, πρώην χωροφύλακας).
-Μα στη Γυάρο δε στέλνουν μελλοθάνατους, διαμαρτύρεται ο θαλαμάρχης.
Στο μεταξύ έφτασε κι ο αντιπρόσωπος όλων των κρατουμένων που ήταν και αυτός μελλοθάνατος, ο Επαμ. Παπαδόπουλος.
-Είναι εντολή του κ. εισαγγελέα και σε ένα τέταρτο της ώρας να περάσουν όλοι έξω από το θάλαμο, επιμένει ο φύλακας.
- Δεν μπορεί να είναι εντολή του κ. εισαγγελέα για τη φυλακή Γυάρου. Γιατί εκεί δεν στέλνουν μελλοθάνατους. Δεν μας λέτε την αλήθεια και δεν τους παραδίνουμε, αν δεν βεβαιωθούμε που πάνε. Να περάσει ο βοηθός του αντιπροσώπου (Θ. Πρόβος), ο οποίος δεν ήταν μελλοθάνατος και κρατιόταν σε άλλο θάλαμο, να εξετάσει στο αρχιφυλακείο την αλήθεια, επέμενε ο θαλαμάρχης.
Πράγματι επέτρεψαν και κατέβηκε στο αρχιφυλακείο ο κρατούμενος (Θ. Πρόβος) και είδε κάποια διαταγή, η οποία αόριστα ανάφερε και ζητούσε τους παραπάνω μελλοθάνατους. Εντωμεταξύ είχαν αρχίσει από τα παράθυρα να φωνάζουν με τα χάρτινα χωνιά οι κρατούμενοι και να ζητούν από το λαό του Ναυπλίου να συμπαρασταθεί, να σταματήσουν οι εκτελέσεις, να επισκεφτεί ο κ. εισαγγελέας τη φυλακή.
Αντί να έρθει όμως ο κ. εισαγγελέας στη φυλακή και να δώσει διευκρινήσεις για το που προορίζονταν οι θανατοποινίτες και εμείς ταυτόχρονα να διαβιβάσουμε τις διαμαρτυρίες όλων των μελλοθάνατων και να ζητήσουμε να σταματήσουν οι εκτελέσεις, εκείνοι έστειλαν το δεύτερο λόχο από την εκεί στρατιωτική μονάδα του Πολύγωνου.
Τα χωνιά συνεχίζουν να μεταδίδουν τις διαμαρτυρίες και να ζητάν τον ερχομό του εισαγγελέα. Στον χρόνο που περνούσε ήρθαμε σε επαφή με τους κρατούμενους των άλλων θαλάμων και ειδικά με τον γραμματέα (Παππού, Γ. Δαλέζιο) που κρατιόταν στον τρίτο θάλαμο. Ο παππούς, Γ. Δαλέζιος, έδωσε τη γνώμη να χειριστούμε όπως εμείς, οι μελλοθάνατοι, νομίζαμε καλύτερα την υπόθεση μέσα στα προγραμματισμένα πλαίσια. Να αντιστεκόμαστε όσο κρίναμε ότι ήταν δυνατόν. Όλο και περισσότεροι από τους κρατούμενους έφτιαχναν χωνιά και διαμαρτύρονταν από τα παράθυρα για τις εκτελέσεις. Βάζουν βιαστικά οι φύλακες τους μαγείρους μέσα. Ξαναζητάνε τους τέσσερις μελλοθάνατους, αλλά αρνηθήκαμε και πάλι να τους παραδώσουμε, ζητώντας να έρθει ο κ. εισαγγελέας στη φυλακή. Θ δεύτερος λόχος στο μεταξύ έφτασε και περιζώνει τη φυλακή. Κατ’ αρχήν από ανατολικά και νότια. Ο λόφος στο μέρος της φυλακής και μάλιστα στο νότιο τμήμα της είναι ψηλότερος από το πρώτο και δεύτερο πάτωμα της Ακροναυπλίας. Τα αυτόματα και τα μονόκαννα αρχίζουν να βάλλουν από τα παράθυρα. Οι κρατούμενοι παίρνουν θέσεις απυρόβλητες. Ορισμένοι φαντάροι μας βρίζουν. Οι ίδιοι λένε πως είναι ο δεύτερος λόχος και πως δεν θα μείνει κανένας μας ζωντανός. Μερικοί στρατιώτες προχωρούν στο νοτιοδυτικό μέρος της φυλακής, πηδάνε στα μαγειρεία, φούρνο και φτάνουν στο μεγάλο προαύλιο, βόρεια. Έτσι βάλλονται οι κρατούμενοι και από αυτά τα παράθυρα. Όμως είναι ψηλά και τα βλήματα χτυπούν στα σίδηρά τους, εξοστρακίζονται και κάνουν τραύματα στους κρατούμενους.
,Όπως είπαμε παραπάνω, οι φύλακες δεν έχουν δικαίωμα να παραδώσουν τα κλειδιά σε υπηρεσίες εκτός από τη δική τους. Οι «αρμόδιοι» του λόχου ζητάνε τα κλειδιά από το φύλακα της νότιας πτέρυγας μια και από εκεί μπορούσαν να προχωρέσουν στα παράθυρα του δεύτερου θάλαμου των μελλοθανάτων. Ο φύλακας Μπαρμπασπύρος , Κερκυραίος στην καταγωγή που δεν θυμάμαι το όνομα του, αρνήθηκε αποφασιστικά κάτι τέτοιο και του πέρασε. Ενώ ο φύλακας της κεντρικής εισόδου παράδωσε τα κλειδιά και έτσι άνοιξε η φυλακή και προχώρησαν στο εσωτερικό της. Φτάνουν στην πόρτα του δεύτερου θάλαμου και από το φιλιστρίνι βάλλουν θανατηφόρες ριπές αυτόματου. Προχωρούν στον επάνω, τέταρτο θάλαμο, και πάλι ριπές αυτομάτου σκορπάνε το θάνατο.
Εκατοντάδες τουφεκιές είχανε πέσει και πολλή μπαρούτη είχε καεί όταν ο αρχιφύλακας Γιάννης Κορονιώτης, έφτανε στη φυλακή με πολιτική περιβολή. Λέχτηκε ότι δεν ήθελε να ήταν στην υπηρεσία του όταν θα έπαιρναν τους μελλοθάνατους για εκτέλεση και γι’ αυτό είχε κατέβει στην πόλη. Τον αντικατέστησε ο υπαρχιφύλακας. Όταν όμως άκουσε τη μονόπλευρη μάχη, έτρεξε στα καθήκοντα του. Έμπηξε τις φωνές για την παράνομη είσοδο του στρατού στις φυλακές και σιγά-σιγά σταμάτησε ο αχός της μάχης κατά των αλυσοδεμένων.
Την ώρα που η ριπή του αυτομάτου ξερνούσε φωτιά και σίδηρο στο δεύτερο θάλαμο, σκότωσε τον αξέχαστο Δημητ. Ανεστόπουλο από τα Φίλια Καλαβρύτων, ατρόμητο και πάντα γελαστό αγωνιστή. Επίσης τραυματίστηκαν βαριά άλλοι τέσσερις. Ο Ανδρ. Βενιζέλος από το Άργος, ο νοσοκόμος του θαλάμου, ο Νικ. Κωστούρος από το Βέλλο Κορινθίας. Συνολικά και σε όλη τη διάρκεια τραυματίστηκαν γύρω στους δέκα, βαριά ή ελαφριά.
Τα χωνιά άρχισαν να κοπάζουν. Οι τέσσερις υποψήφιοι για τις μπούκες των τουφεκιών των πολιτικών αντιπάλων είχαν ετοιμάσει, στο χρόνο που περνούσε, τις επιστολές προς τους δικούς τους και είχαν συζητήσει ό,τι άλλο έκριναν αναγκαίο με το όργανο, συγχωριανούς ή στενούς τους φίλους. Στη συνέχεια μιλάνε στους συγκρατούμενους τους πως δεν θα πρέπει να συνεχιστεί περισσότερο η άρνηση και να περάσουν έξω. Το γραφείο καθοδήγησης των θανατοποινιτών είδε και αποφάσισε ότι ήταν αδύνατο να συνεχιστεί η αντίσταση και έτσι συνεχίστηκε ο διάλογος με τον αρχιφύλακα της φυλακής και του είπαν πως οι κρατούμενοι θα περάσουν έξω σε είκοσι λεπτά.
Μίλησε στους συναγωνιστές και δίπλα από το νεκρό πρώτος ο Νίκος Οικονομόπουλος και σε συνέχεια οι άλλοι τρεις. Ευχήθηκαν <… να είναι το δικό τους αίμα το τελευταίο που ποτίζει το δέντρο της λευτεριάς και της δημοκρατίας». Χαιρέτησαν και προχώρησαν στην πόρτα που εν τω μεταξύ άνοιξε και που δίπλα βρίσκεται νεκρός ο Δ. Ανεστόπουλος και με προσοχή μην πατήσουν το χυμένο αίμα του αγωνιστή περπατούν και οι τέσσερις στις ξύλινες σκάλες για να φτάσουν στο αρχιφυλακείο. Παραδίδονται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Άρχισε ξυλοδαρμός. Το παντελόνι του Χρήστου Κυρίτση σκίζεται και κατέβαινε τα 300 σκαλιά της Ακροναυπλίας με γυμνό το ένα πόδι, όπως μάθαμε αργότερα.
Μετά από λίγες μέρες, έξι μελλοθάνατοι στέλνονται στις φυλακές της Κέρκυρας πειθαρχικά σαν υπεύθυνοι της αντίστασης να παραδοθούν από την πρώτη στιγμή οι οι υποψήφιοι του εκτελεστικού αποσπάσματος. Περνώντας αυτοί οι έξι στο μεταγωγών Ναυπλίου βρήκαν το όνομα του Χαραλάμπου (Τρομάρα) χαραγμένο στον τοίχο, την ημερομηνία εκτέλεσης και τους λόγους που του αφάνισαν τη ζωή.
Στους θαλάμους δεύτερο και τέταρτο, υπήρχαν από ένας νεκρός. Στον τέταρτο νεκρός είναι ο Αντώνης Σιράκος από το νομό Μεσσηνίας. Οι συναγωνιστές γρήγορα μαζεύουν το χυμένο αίμα και την άλλη μέρα τα έθαψαν στο προαύλιο της φυλακής. Στη γωνία που είχαν φυτέψει λουλούδια. Ετοίμασαν τους νεκρούς και τοποθετήθηκε τιμητική φρουρά κοντά τους. Την άλλη μέρα και κατά το μεσημέρι ήρθε κάποια υπηρεσία του Δήμου Ναυπλίου με μεταφορικό μέσο αυτοκίνητο που συνέλεγε σκουπίδια να παραλάβει τα πτώματα για ταφή. Τα παραδώσαμε. Αιώνια η μνήμη στους έξι αυτούς αγωνιστές και σε όλους εκείνους που μαρτύρησαν για μια ζωή δίχως πολέμους και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Όλοι οι κρατούμενοι στη φυλακή κατέβηκαν σε απεργία πείνας, διαμαρτυρόμενοι για τη συνέχιση των εκτελέσεων και τη βάρβαρη συμπεριφορά των αρχών. Η απεργία κράτησε οκτώ μέρες. Σε αυτό το διάστημα η διεύθυνση των φυλακών έκανε τρεις πειθαρχικές μεταγωγές. Μια για τη Κέρκυρα. Αναφερθήκαμε παραπάνω και θα επανέλθουμε παρακάτω. Δεύτερη στο Μακρόνησο και Τρίτη στη φυλακή Γυάρου. Η ζωή των κρατουμένων στην Ακροναυπλία μαχητών συνεχίζεται με τα «απαγορεύω» της διεύθυνσης, τις βαρβαρότητες και τις εκτελέσεις αγωνιστών».

Πέμπτη, Αυγούστου 03, 2006

ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ

ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ


Κοιμήσου Αλέξανδρε-κοιμήσου…

Κάρφωνε τις πεταλούδες
στην πόρτα τα κρεβατοκάμαρας
σκοτώνοντας την αγωνία του.

Η λογική των μεγάλων ταξιδιών:
Κοιμήσου Αλέξανδρε.

Κάτι σπασμένα τραγούδια
σφυροκοπούσαν τα μελίγγια του.

Η Σωτηρία Μπέλου, ο Τσιτσάνης.

Οι συνομήλικοι που ντύθηκαν χτες φαντάροι.

Η πίκρα μαζεμένη στον αέρα
κύκλωνε τη μοναξιά του.
Μυαλό, καρδιά και σπλάχνα
φυλακισμένα
στις νεκρωμένες ίνες των ποδιών.

Κοιμήσου Αλέξανδρε…

ΖΗΤΩ ΤΟ ΛΟΓΟ

ΖΗΤΩ ΤΟΝ ΛΟΓΟ

Σαν μαύρος αρχάγγελος
Ο Θάνατος σου
Απλώθηκε στα χωριά
Και οι άδειες στέρνες
Δάκρυσαν
Είπαν οι γέροι
Γκαστρώστε τις γυναίκες σας
Ποτίστε τα πουλάρια
Γιατί ο καιρός αλλάζει
Κι ο απόβλητος
Μασάει τον δυόσμο