Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2008

ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ

Ποιήματα
Εκδόσεις «Ερωδιός»

Η νύχτα είναι γεμάτη μυστικά, γεμάτη φαντάσματα, φόβους, έρωτες και αρνήσεις. Είναι μάγισσα. Με τις πολλές υποσχέσεις της σε φυλακίζει. Φυλακίζει τη σκέψη σου και τα όνειρα σου.
Στην ποιητική συλλογή «Νυχτερινές Επιπλοκές» ο Θοδωρής Βοριάς αποτύπωσε τα σημάδια της νύχτας. Περπατώντας τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, τα πάρκα της έκανε τη συγκομιδή των στίχων «κρύβοντας ένα κομμάτι νύχτας μες την τσέπη του», γιατί τη νύχτα τη νιώθει στο κορμί του.
Τους έρωτες της νύχτας μέσα στην ποίηση τους βαφτίζει, να τους πιουν οι διψασμένοι μη και ξεδιψάσουν.
«Οι διψασμένοι για έρωτα
δεν κατεβαίνουν στο Βαρδάρι.

Πρώτα είχαν ξεκόψει απ΄ την πλατεία
οι εξοδούχοι φαντάροι
ύστερα έκλεισαν οι κινηματογράφοι
κι έσβησαν τα κόκκινα φανάρια.

Όσα χρωστούσαν τα σκοτάδια
στους νυχτόβιους της πιάτσας
πάνε χαμένα.

Οι διψασμένοι απόμειναν στα ποιήματα
εκεί που είναι γραμμένα
και τα χρέη κάθε νύχτας.»
«Οι διψασμένοι»

Αλλά κι όταν πολεμάει τη μοναξιά στην ποίηση καταφεύγει
«Νιώθεις τους τοίχους στο δωμάτιο
να σε κοιτάζουν με τα μάτια μου.

Ακούς τις γάτες απέξω
να κλαίνε τους έρημους δρόμους
τα δέντρα να βγάζουν βλαστάρια.

Πολεμάς τη μοναξιά με το μολύβι
η ανάσα μου γιατρεύει τις πληγές σου.

Αν λιποθυμήσεις
θα σε πάρω στα χέρια
να σ΄ απλώσω σ΄ άλλο ποίημα.»
«Νιώθεις τους τοίχους»
Μέσα στη νύχτα ο έρωτας και η υποταγή- αδιέξοδο.
«Ανάμεσα στα λιγοστά σου όνειρα
΄έβρισκες και κανένα πάρκο,
η νύχτα αγαπάει τέτοια μέρη.

Έσταζε από τη υγρασία
το δερμάτινο μπουφάν σου,
έτρεμαν τα χέρια του άλλου
την ώρα της συναλλαγής
-έρωτας και λεφτά
υποταγή και θράσος.

Τα αρρωστιάρικα φώτα
Στο πάρκο της ΧΑΝΘ
δεν εμπόδιζαν την πράξη,
ίσα ίσα έσβηναν μονάχα τους
σαν τα έπιανε ντροπή.»
«Συναλλαγή»

Τα ποιήματα έχουν προσωπικό ύφος, είναι λιτά και καίρια σε λέξεις και συναισθήματα. Είναι πολλές φορές γεμάτα αίμα, από όνειρα και αποχωρισμούς.
«Αλλιώς η νύχτα δεν περνά
πες τους για το υπόγειο του σπιτιού,
για τη στοίβα τα σβησμένα αστέρια,
για τις ιδέες που βρήκες τυλιγμένες
σε μια σημαία μισοκαμένη,
για τις παλιές αρβύλες
που οι ξεραμένες λάσπες τους
τραγουδάνε τις νύχτες εμβατήρια.

Πιστέψουν δεν πιστέψουν
κατέβα στο υπόγειο
και διάλεξε τους τα πιο λαμπρά ιδανικά,
κι αστέρια να τους φέρεις.

Να τα προσφέρεις,
«για να θυμάστε τον παππού…»
να πεις.

Ύστερα βάλε τις παλιές αρβύλες
δίπλα στο κρεβάτι,
σαν θα σηκώσουν το νεκρό
μη τις ξεχάσουν.»
«Αναθήματα»

Και όταν ανακαλύπτεις την αλυσίδα που έβλεπες στα όνειρα σου «Γύρω μυρίζει πεθαμένη θάλασσα/ σαν παλιά φωτογραφία»
Τώρα που έμαθε να κρύβει λόγια, ας μη φοβάται. Δεν ξεμαθαίνεις.
«Τώρα που έμαθα να κρύβω λόγια
κάτω από σορούς ξαραμένων φύλλων
συνήθισα το σκοτάδι.

Τώρα που έμαθα ,
αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει,
αναπνέω μα δε ζω με τ΄ όξυγόνο
των γκρίζων δρόμων,
μήτε του σπσσμένου λιθαριού
που ήταν κάποτε καρδιά.

Τώρα που έμαθα,
μπορώ ν΄ ανοίγω την καρδιά μου,
τη θάλασσα που τη φοβόμουν,
να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες
τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους.

Τώρα που έμαθα
το μυστικό των λευκών χαρτιών
-που δεν ειν΄ άλλο
από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει-
τρέμω τους άσπρους τοίχους
που δεν έχουν πάνω τους σημάδια
κι όλο νομίζω βλέποντάς τους
πως ξεμαθαίνω πια να γράφω».
«Τώρα που έμαθα»

Η νύχτα μας προστατεύει με τα μικρά και τα μεγάλα μυστικά. Με τα ψέματα και τις ονειροπολήσεις. Με τις κραυγές και τις σιωπές της. Με τη σημαία της, μαύρη, σαν την επανάσταση και κόκκινη, σαν το αίμα.
«Τις νύχτες ξαπλώνει κι ονειρεύεται
ανθρώπους που παραμένουν άνθρωποι,
κι ύστερα
-τόσα χρόνια το ίδιο όνειρο-
μαζεύει σκόρπια κουρέλια αξιοπρέπειας
να ράψει μια σημαία για το τέλος
για να σκεπάσει την καρδιά του
στην εξόδιο ακολουθία».
«Στρατευμένος»

Τρίτη, Αυγούστου 26, 2008

Δευτέρα, Αυγούστου 25, 2008

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Εχω καποια προβλήματα με το Internet. Θα προσπαθήσω να τα ξεπεράσω