Σάββατο, Ιουνίου 28, 2008

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Τχ430-431, ΜΑΗΣ-ΙΟΥΝΗΣ 2008




Σε αυτό το τεύχος γράφουν:
Γιάννης Ρηγόπουλος
Ανταίος Χρυσοστομίδης
Γιάννης Μανιάτης
Γιώργος Αντωνόπουλος
Μπάμπης Αντωνιάδης
Έλενα Σκαρπίδου
ΕΝΘΕΤΟ:
Θεόδωρος Ζέρβας "Η Ελληνική ταυτότητα χωρίς όρους"

Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2008

ΟΙ ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΙ






Οι διψασμένοι για έρωτα
δεν κατεβαίνουν στο Βαρδάρι.

Πρώτα είχαν ξεκόψει απ΄ την πλατεία
οι εξοδούχοι φαντάροι
ύστερα έκλεισαν οι κινηματογράφοι
κι έσβησαν τα κόκκινα φανάρια.

Όσα χρωστούσαν τα σκοτάδια
στους νυχτόβιους της πιάτσας
πάνε χαμένα.

Οι διψασμένοι απόμειναν στα ποιήματα
εκεί που είναι γραμμένα
και τα χρέη κάθε νύχτας.


(ένα πολύ καλό ποιήμα από την τελευταία ποιητική συλλογή του Θοδωρή Βοριά "Νυχτερινές επιπλοκές")

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008

Φ.ΠΕΣΟΑ


Ελευθερία είναι η δυνατότητα της απομόνωσης.
Είσαι ελεύθερος αν μπορείς να απομακρύνεσαι από τους ανθρώπους χωρίς να σε υποχρεώνει να τους αναζητήσεις μήτε η ανάγκη του χρήματος, μήτε η ανάγκη της αγέλης, ο έρωτας ή η δόξα, ή η περιέργεια, που στη σιωπή και στη μοναξιά δεν βρίσκουν τροφή.
Αν σου είναι αδύνατον να ζεις μόνος, γεννήθηκες σκλάβος

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2008

ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ

Δευτέρα, Ιουνίου 16, 2008

ΚΑΙΓΟΜΑΙ ΚΑΙΓΟΜΑΙ

Παρασκευή, Ιουνίου 13, 2008

ΜΙΚΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 3 (από διαβάσματα)

«Δεν ξέρω τι έκανες, αδελφέ μου, αλλά έχεις μπλέξει άσχημα. Δεν ξέρω αν σε παρηγορεί το γεγονός πως θα σε σκοτώσει κάποιος που κι αυτός έχει μπλέξει άσχημα, και το πιο περίεργο είναι πως σε ζηλεύω, γιατί για σένα θα τελειώσουν όλα μόλις σου φυτέψω μια-δυο σφαίρες, ενώ εγώ θα συνεχίσω να ζω.»
Ήμουν έτοιμος να ρωτήσω τον τύπο στη φωτογραφία τι σόι άνθρωπος ήταν κι αν με περίμενε ή όχι, όταν το τηλέφωνο διέκοψε την ανάκριση.
Πριν απαντήσω, τράβηξα τις κουρτίνες κι άνοιξα τα παραθυρόφυλλα για να ξεντουμανιάσει το δωμάτιο απ΄ τα εκατό τσιγάρα που είχα καπνίσει όλη τη νύχτα. Είχε ξημερώσει και το φως της Μαδρίτης πλήγωνε τα μάτια-όπως πάντα.

Λούις Σαπούλβεδα « Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου Killer»


Ο Ντε Μπάουερ γέλασε. Ολοένα καλύτερα; Αν νόμιζα ότι εξελισσόμαστε δεν είχα καταλάβει τίποτε. Τίποτε από την παρουσία του κακού στον κόσμο και τίποτε από την παρουσία του μέσα μου. Αν ξέραμε για ποια κακία είμαστε ικανοί, γιατί κρίναμε τόσο υπεροπτικά την κακία των άλλων. Αν ξέραμε ότι το κακό συνεχίζει να υπάρχει στον κόσμο, γιατί ζούσαμε σαν να μη χρειαζόταν να εκτεθούμε σ΄ αυτό; Σαν να μην έπρεπε να ν΄ αποφασίσουμε τι είναι κακό αναλαμβάνοντας την ευθύνη της απόφασης.
Bernhard Schlink «Ο γυρισμός»

Πήγα μέχρι τα περίχωρα και κάθισα χάμω σε ένα χωράφι. Ήταν ώρα να πάρω τη δεύτερη δόση του γιατρικού του Διοσκουρίδη. Ευτυχώς είχα το τσίγκινο κουτάκι στην τσέπη μου. Μπήκα σε μια κοντινή αγροικία- η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη- και ζήτησα από τη γυναίκα του αγρότη να μου βράσει νερό. Είχε την ευγενή καλοσύνη να μη μου αρνηθεί. Μια λεπτή τολύπη αχνού ανέβηκε από ην τσαγιέρα. Φτιάξαμε τσάι και το ήπιαμε. Μετά από λίγες ώρες ένιωσα την ανάγκη να φύγω.
Κιραν Κάρσον: «Τσάι του τριφυλλιού»


Που και που ωστόσο, κάποιος έδινε λίγα κέρματα. Αυτοί που έδιναν ανήκαν σε δυο κατηγορίες στους περιφρονητικούς και στους απολογητικούς. Οι περιφρονητικοί σε κοίταζαν περιφρονητικά, ψάρευαν μερικά κέρματα από την τσέπη τους, σ΄ τα έριχναν στο χέρι λέγοντας σου «Ορίστε», και συνέχιζαν το δρόμο τους με το κεφάλι ψηλά. Οι απολογητικοί έδειχναν στεναχωρημένοι και ψαχούλευαν τις τσέπες τους βγάζοντας μια χούφτα νομίσματα, λέγοντας κάτι σαν «λυπάμαι, δεν έχω άλλα», ή «λυπάμαι, αλλά βλέπετε έδωσα πριν σ΄ ένα νεαρό σε κάποια είσοδο».Πετούσαν τα κέρματα στο χέρι του Τζίντζερ χωρίς να κοιτάξουν πόσα ήταν κι έφευγαν χαμογελώντας απολογητικά. Ένας απ΄ αυτούς με κοίταξε ανήσυχα, σαν ν΄ αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να μου δώσει κι εμένα.
Ρόμπερτ Σουίντελς «Στήλη άλατος»


Πριν από λίγο, ενώ έπεφτε η νύχτα-2 Ιανουαρίου 1968-, στάθηκα όρθιος μπροστά στο παράθυρο και, κοιτώντας έξω, έκλαψα. Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος που δεν περιμένει τίποτα από τον εξωτερικό κόσμο: όλα συμβαίνουν μέσα μου, ό,τι αλλάζει, αλλάζει μέσα μου.
Συχνά με φαντάζομαι όρθιο σε μια έρημη αποβάθρα, σαν έναν ταξιδιώτη που έφτασε στην πόλη έχοντας χάσει το μνημονικό του: κι όμως είμαι γεμάτος από αναμνήσεις ευωδιάς και μουσικής, αναμνήσεις προσδοκίας και πόνου. και μόνος.
Σώτη Τριανταφύλλου: «λίγο από το αίμα σου»


Το Άγιο Όρος σου υπενθυμίζει ότι είσαι ένα τίποτα, ότι από το τίποτε σ΄ έπλασε ο Θεός, μεγάλη η χάρη του. Η ζωή που σου επιφυλάσσει δεν είναι ευχάριστη. Το φαί είναι μέτριο, οι ώρες ορθοστασίας πολλές και οι νύχτες όπως σας είπα, ταραγμένες. Είναι ένα αυστηρό σχολείο που σου μαθαίνει να μην θυμάσαι, να μη σκέφτεσαι, να μην έχεις γνώμη και, φυσικά, να υπακούς. Το κύριο μάθημα που πρώτος δίδαξε ο Άγιος Αθανάσιος, ο ιδρυτής του Όρους, είναι το μάθημα της υποταγής. Δεν είναι περίεργο ότι η Επανάσταση του 1821 άφησε ασυγκίνητους τους περισσότερους μοναχούς. Η ελευθερία δεν συμπεριλαμβάνεται στη διδακτέα ύλη.
Βασίλης Αλεξάκης: «μ. Χ.»


Η ομαδική βλακεία θάλλει.
Αν το καταφύγιο του ανθρώπου είναι η κοινωνία, το καταφύγιο του βλάκα είναι η ομάδα, η συσπείρωση με άλλους βλάκες. Από τα πρώτα βήματα του όρθιου δίποδου η συλλογική δράση δεν αντιστάθμιζε μόνο τη φυσική αδυναμία του, αλλά επέτρεπε και το κυνήγι μεγάλων ζώων-θηραμάτων που ήταν αδύνατον να τα κυνηγήσει κάποιος μόνος του. Ο ίδιος λόγος συσπειρώνει και τους ανίκανους εναντίον των ικανών: οι πρώτοι που θα τρέξουν να ενταχτούν σε σωματεία, συλλόγους, οργανώσεις, κυκλώματα είναι οι βλάκες και οι ατάλαντοι, οι έξυπνοι και οι ταλαντούχοι τα βγάζουν πέρα μόνοι τους, δεν θέλουν κεχαγιά στο κεφάλι τους. Και επειδή, όπως λένε οι Γάλλοι, «οι βλάκες κινούνται μαζί», πολλοί γρήγορα ορδές βλακών πνίγουν ελπιδοφόρες συσπειρώσεις και κινήματα και η ανθρώπινη ανάγκη για συλλογικότητα νεκρώνεται, από τους καλλιτεχνικούς ως τους πολιτικούς σχηματισμούς οι βλάκες πλειοψηφούν. Ασχέτως ταμπέλας, κάθε μεγάλη ομάδωση αργά ή γρήγορα καταλήγει ένα γραφειοκρατικό κουκούλι που κυρίως προστατεύει ηλίθιους, και οποιοσδήποτε κόπανος μπορεί να μπουρδολογεί μεγαλοπρεπώς οχυρωμένος πίσω από το «εμείς» αντί του «εγώ» χωρίς να κινδυνεύει άμεσα από γιαούρτια.
Διονύσης Χαριτόπουλος: «Εγχειρίδιο βλακείας»


Αφού ολοκλήρωσα αυτή την επίπονη αλλά υγιή ανάγνωση –ενός βιβλίου που θα έπρεπε να το διαβάσει κάθε κοπέλα προτού παντρευτεί- ξαναβρήκα τα λογικά μου. Όλη ετούτη η παραφορά ήταν όντως πολύ ωραία. Τι ρομαντικό να ταυτίζεσαι με κάποιον μες΄ από τις ζαβολιές των βιβλίων, να είσαι «ερωτευμένος», να περιμένεις τα πάντα απ΄ τον άλλον κι απ΄ τη ζωή. Ναι, όλα αυτά φαίνονταν πολύ ωραία, αλλά ήταν ταυτόχρονα και αέρας κοπανιστός, και η κατάληξη της μυθιστορηματικής περιπέτειας μου ήταν σίγουρο πως θα με στενοχωρούσε πολύ. Το να είσαι ερωτευμένος δεν οδηγεί πουθενά. Μπορείς βέβαια να εκμεταλλευτείς αυτή την κατάσταση ηλίθιας μακαριότητας, μιας καρδιάς που χτυπάει σαν τρελή, τα ξαφνικά τσιμπήματα και τις εξάψεις, την αισθαντικότητα που σε κατακλύζει, αλλά κυρίως δεν πρέπει να περιμένεις τίποτα. Πρόκειται για κλασικό λάθος. Ο έρωτας δεν είναι φτιαγμένος για να διαρκεί. Είναι μόνο ένα ρεύμα.
Καρολίν Μπονγκραν: «Ο υπογραμμιστής»


Και η φυλακή συνεχίζει να ζει την ιδιαίτερη ζωή της, τυφλή, άγρυπνη, σαν μια διαρκής ανησυχία. Κάποιοι περπατούν. Ψιθυρίζουν. Ένα ντουφέκι ηχεί. Μια κραυγή. Ίσως όμως να μην είναι κραυγή αλλά μια ψευδαίσθηση, γεννημένη από τη σιωπή.
Το παραθυράκι της πόρτας ανοίγει αθόρυβα. Μέσα στο μαύρο άνοιγμα προβάλλει ένα αλλόκοτο πρόσωπο με γένια. Για πολλή ώρα τα γουρλωμένα μάτια κοιτάζουν έκπληκτα την κοιμισμένη Μούσια, μετά το πρόσωπο χάνεται όπως είχε έρθει.
Η καμπάνα του ρολογιού χτυπάει και τραγουδάει για αρκετή ώρα. Θα ΄λεγε κανείς ότι οι ώρες, αποκαμωμένες, ανεβαίνουν προς τα μεσάνυχτα ένα ψηλό βουνό, η ανηφόρα είναι όλο και πιο απότομη. Γλιστρούν, ξαναπέφτουν πίσω βογκώντας και ξαναρχίζουν να ανεβαίνουν με δυσκολία προς τη μαύρη κορυφή.
Κάποιοι περπατούν. Ψιθυρίζουν. Ζεύουν ήδη τα άλογα στο σκοτεινό αμάξι που δεν έχει φανάρι.
Λεονίντ Αντρέγιεφ: «Οι επτά κρεμασμένοι»


Ο κόσμος μας έχει χαθεί. Ένας νέος κόσμος ανατέλλει, στο πλαίσιο του οποίου οι αξίες μας έχουν πέσει σε πλήρη ανυποληψία και εμείς αντιμετωπιζόμαστε με έντονη επιφύλαξη λόγω του παρελθόντος μας. Έλα, λέω στον εαυτό μου, πρέπει να παραδεχτείς ότι αυτό δε συμβαίνει και εντελώς αναίτια! Αυτό που μετρά είναι το μέλλον και πως πρόκειται να το αντιμετωπίσουμε. Αυτό είναι το πεδίο στο οποίο πρέπει να αποδείξουμε τι πραγματικά ήμασταν, το πεδίο ακόμη μιας δοκιμασίας. Ελπίζω, μόνο να μη στερηθούμε αυτής της ευκαιρίας.
Johann Voss: «Στρατιώτης των SS»

Όπως έχουν τα πράγματα, εμείς είμαστε οι εχθροί του κόσμου, και ξένοι σ’ αυτή τη γη. Η προσπάθεια μας να τον αντιληφθούμε είναι μια διαδικασία αποξένωσης. Μέσα από την ίδια την αποξένωση κερδίζω τα προς το ζην από τη μια ημέρα στην άλλη. Λέω, αυτό είναι έμψυχο, αλλά εκείνο άψυχο. Εγώ είμαι επιθεωρητής στα Αλατωρυχεία, εκείνο είναι ορυκτό αλάτι. Θα πω περισσότερα, πολύ περισσότερα, θα πω αυτό είναι ξύπνημα, εκείνο είναι όνειρο, αυτό ανήκει στο σώμα, εκείνο στο πνεύμα, αυτό ανήκει στο διάστημα και στην απόσταση, εκείνο στον χρόνο και την αντοχή. Αλλά το διάστημα εκτείνεται στο χρόνο, όπως και το σώμα στην ψυχή, έτσι ώστε το ένα να μην μπορεί να μετρηθεί χωρείς το άλλο. Θέλω να προσπαθήσω να βρω ένα διαφορετικό είδος μέτρησης.
Penelope Fitzgerald: «Τα γαλάζιο Άνθος»


Οι ΕΑΜίτες συμμορφώθηκαν όπως πάντα-αν και με βαριά καρδιά- στις διαταγές της ηγεσίας. Στο κάτω κάτω ας δώσουν τόπο στην οργή. Δε χάλασε δα κι ο κόσμος. Έχουν με το μέρος τους «σύσσωμο τον ελληνικό λαό», είναι οι αδιαμφισβήτητοι νικητές, οι απελευθέρωση πλησιάζει.
Που να το φαντασθούν οι δύστυχοι ότι, πολύ σύντομα οι συνεργάτες των Γερμανών και οι απόντες από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα θα κυβερνούσαν την ελεύθερη πλέον Ελλάδα κι οι ίδιοι θα κατέληγαν στις φυλακές, τις εξορίες και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Και μάλιστα με την ενεργό συμπαράσταση των συμμάχων, στον αντιναζιστικό πόλεμο, Βρετανών!
Εν τω μεταξύ, αναγνωρίζονται οι υπηρεσίες των Ραλλικών προς τον Χίτλερ και βαφτίζονται «εθνικόφρονες». Με την πλήρη κάλυψη της επισήμου πολιτείας, αλωνίζουν πάνοπλοι τη χώρα, πετσοκόβουν τα κεφάλια των «προδοτών»-ΕΑΜιτών και τα καρφώνουν ως τρόπαια στους φανοστάτες ή τα πετάνε σωρούς-σωρούς μες τις πλατείες!...
Θόδωρος Πανάγος: «Αυτά έχουν τα υπόγεια, μη γελάς!»

Τρίτη, Ιουνίου 10, 2008

ΓΥΜΝΟΣ

Στη γυμνή σου νύχτα
προσέρχομαι
χωρίς λέξεις
χωρίς ήχο
με το αίμα να τρέχει στα δάχτυλα μου
από τη μάταιη αντίσταση
στη σιωπή που επέβαλαν
οι εχθροί
της ποίησης.
Χωρίς ένα στίχο
που θα μπει φραγμός
στα καρφιά που βάζεις στη σκέψη σου.
Προσέρχομαι
χωρίς τα δώρα που σου αγόραζα
κρυφά στα πανηγύρια
γυμνός