"ΚΥΡΑ ΜΟΥ ΠΑΡΑΧΟΝΤΡΥΝΕΣ"
Στην όμορφη επαρχιακή πόλη, που το τσιμέντο μπαινοβγαίνει στους δρόμους λόγω της προσωπικής αντίληψης του καθενός περί των ορίων της οικοδομικής γραμμής και φτιάχνει μαιάνδρους, με το κυκλοφοριακό χάος γιατί όλοι έχουμε αυτοκίνητο και πρέπει να το επιδεικνύουμε σαν ξεχασμένοι μπρούκληδες, με τις εκκλησίες πάνω στους αρχαίους ναούς και τα «κοτόπουλο ψητό» σε κάθε γωνία, όλοι είμαστε ευτυχισμένοι.
Με τα Γράμματα να είναι περιττά για να μην κουράζεται το μυαλό μας και μας πιάνουν άγχη, η μιζέρια περισσεύει και οι «άλλοι ποιητές» ευδοκιμούν.
Εννοώ εκείνους που νομίζουν ότι γράφουν ποιήματα και αναγνωρίζονται από τους Νομάρχες, τους Δημάρχους και τους Συμβούλους, και με επίσημες τιμητικές εκδηλώσεις, ίσως γιατί τις περισσότερες φορές οι τελευταίοι δεν αντέχουν και θέλουν να αποφύγουν τις μουρμούρες και τα παρακάλια των «τοπικών γιγάντων του πνεύματος».
Είναι το δράμα της επαρχίας όπου όλοι γνωριζόμαστε και ο ένας δεν θέλει να στενοχωρήσει τον άλλο. Όπου η κοινωνική αβροφροσύνη έχει αντικαταστήσει την κριτική.
Και όπου όλες οι ανοησίες είναι ενδιαφέρουσες, καλές, συγκινητικές, σπουδαίες και δεν παίρνουμε ένα βούρδουλα της αξιοπρέπειας και της λογικής, να κλείσουμε μέσα στο μαγειρείο τους όσους νομίζουν ότι τα σουτζουκάκια είναι ποίηση και να τους αναγκάσουμε να τρωνε οι ίδιοι τα έργα τους μέχρι να βαρυστομαχιάσουν. Γιατί εμείς έχουμε κάνει εμετό λερώνοντας όμως μόνο το πουκάμισο μας.
Είναι το δράμα γιατί άμα αρχίσεις να λες στον ένα και στον άλλο που κορδώνεται ότι είναι ποιητής ( Κυρά μου παραχόντρυνες/ και έγινές μπατάλω/ σαν το δικό σου το καπώ/ στον κόσμο δεν ειν’ άλλο) ν’ αφήσει τις ανοησίες ή να δει ό,τι κάνει σαν αστειάκι για τους φίλους του και έστω σαν ξεκούραση δικιά τους, τότε κινδυνεύεις να μείνεις χωρίς φίλους, δεν θα σου λένε καλημέρα και θα στρίβουν όταν σε βλέπουν γιατί είσαι μίασμα κουλτουριάρης.
Αφήνεις λοιπόν τα πράγματα να κυλάνε όπως είναι το συνήθειο χρόνων .
Και τη μιζέρια να μεγαλώνει και τον πολιτισμό της μικρής σου πόλης «χαρά γεμάτο».
Με τους ποιητικίζοντες να πιάνουν τα καθίσματα πρώτης σειράς στις εκδηλώσεις, να συστήνονται με τίτλους που έχουν δώσει οι ίδιοι στους εαυτούς τους και να μοιράζουν τις συνήθως κακοτυπωμένες εκδόσεις τους κατά προτίμηση σε ωραίες αλλά ανέραστες δεσποινίδες.
Μη μπερδέψετε σε καμία περίπτωση αυτούς τους τύπους με τους λαϊκούς ποιητές. Οι τελευταίοι μπορεί να γράψουν και ποιήματα. Και κατά κανόνα είναι σεμνοί.
Οι ποιητικίζοντες είναι το θέμα μας. Που εκμεταλλεύονται την μικρή κοινωνία της ανοχής, που λαμβάνουν την κοινωνική αβροφροσύνη σαν κριτική και σαν στέρεα γνώμη και καβαλάνε το καλάμι και άντε να τους σταματήσεις έτσι που πήγασο το ονόμασαν.
Πέρα από το καλαμπούρι της ιστορίας όμως, τα πράγματα έχουν και μια σοβαρή και ίσως επικίνδυνη παράμετρο.
Που αφορά σε νέους που αγαπούν τα γράμματα, την ποίηση και σε ώριμους που είναι ανυποψίαστοι.
Επειδή ο «κύριος Παντελής είναι ποιητής» και επειδή «ο κύριος Γιάννης» του είπε «ενδιαφέρον αυτό που γράψατε για το θάνατο του μάστρο-Κώστα» και ο κύριος Παντελής φρόντισε να μπει σε όλες τις τοπικές εφημερίδες, ο νέος και ο ανυποψίαστος ώριμος νομίζουν ότι αυτή είναι η ποίηση. Και ή χωρίζουν αμέσως από δαύτη, ή γεννιέται ένας έρωτας μεγάλος, με ξύλο και βρισιές. Με μώλωπες και με μαυρίλες.
Αυτά στην όμορφη, επαρχιακή μας πόλη όπου
«Κυρά μου παραχόντρυνες....»
2 σχόλια:
Εύστοχο άρθρο.
Συγχαρητήρια!!!
:-)
Κοίταξε αυτό: Μεταφραστές και Κριτικοί: Χολή, Σιωπή και Λήθη
Υπαρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι -ευτυχώς
Nαι Γιάννη
δυστυχώς έτσι γίνεται με τους γραφικούς...
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα