Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2008

ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΠΙΣΗΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ

Μοναξιά επίσης σημαίνει ότι δεν υπάρχει ούτε ένα πρόσωπο με το οποίο να μπορεί κάποιος να μιλήσει ή να το ακούσει, ή να το προσέξει, που να ανταποκρίνεται και να αντιδρά, και στο οποίο αυτός να αντιδρά και να ανταποκρίνεται. Το πρόσωπο που μας αφήνει είναι πολύ συχνά το πρόσωπο εκείνο που, στα δικά μας μάτια, μας έδινε την έσχατη αξία: το πρόσωπο εκείνο για το οποίο αξίζαμε, το πρόσωπο εκείνο που διεκδικούσε την ύπαρξη και τη σημασία μας.
Άντώνιος του Σουροζ

Σάββατο, Οκτωβρίου 25, 2008

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Τχ 435, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2οο8



Ενθετο
στη ΜΑΝΑ που μίσεψε

Δευτέρα, Οκτωβρίου 20, 2008

MONAΞΙΑ

Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2008

ΜΙΚΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑΤΑ 4

Έκαναν πατινάζ μαζί. Δυο αδερφές, με τα χέρια ενωμένα και τον παγωμένο αέρα να καίει τα μάγουλά τους. Γλιστρούσαν στον πάγο. Ήταν σαν να είχαν φτερά στα πόδια τους. Ο ήλιος είχε βασιλέψει, αλλά στην ανατολή, σαν χλομή βλεφαρίδα, κρεμόταν το καινούργιο φεγγάρι.
« Το δώρο που μου έκανες ήταν το καλύτερο μου», της είπε η Νατάσα. «Εσένα ποιο ήταν το καλύτερο σου;»
Αλλά η Τζένη δεν μπορούσε να της πει. Εν μέρει γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει και ε μέρει επειδή δεν είχε προλάβει να αποφασίσει. Ήξερε μόνο ότι το δικό της δώρο δεν είχε έρθει σ΄ ένα πακέτο τυλιγμένο με πολύχρωμο χαρτί και ότι ήταν κάτι που θα μπορούσε να κρατήσει για όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Ροζαμουντ Πίλτσερ: «Λουλούδια στη βροχή» (από το διήγημα :Τα πατίνια)


Την άλλη μέρα έμπαινε ο Απρίλης και ήταν άνοιξη. Έτσι απλά, η άνοιξη είχε φτάσει. Ο αέρας έπεσε, ο ήλιος έλαμπε στον πεντακάθαρο ουρανό, το βαρόμετρο έφτασε στα ύψη και το θερμόμετρο το ίδιο. Η ατμόσφαιρα ήταν γλυκιά και ήπια, μοσχοβολούσε φρέσκο χώμα. Το χιόνι έλιωσε τελείως, αποκαλύπτοντας μπουμπούκια από γάλανθους, και κάτω από τις οξιές απλώνονταν χαλιά από λαμπερές κίτρινες ζαφορές. Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι πόρτες ήταν ανοιχτές για να καλωσορίσουν τη ζέστη, οι απλώστρες γεμάτες κουρτίνες, κουβέρτες κι άλλες ενδείξεις της ανοιξιάτικής καθαριότητας.
Ροζαμούντ Πίλτσερ: « Χιόνι τον Απρίλη»

Από ψηλά μόνο ένας πολιτικός μηχανικός, με το σκυρόδεμα σαν φωτοστέφανο στο στρογγυλό κεφάλι του, είναι σε θέση να ισχυριστεί ότι τα άλυτα ελύθηκαν, εφόσον και τα προκατασκευασμένα έχουν αντικαταστήσει τα επονομαζόμενα σκυλομάγαζα, εφόσον και το ούζο έχει αντικατασταθεί από το ουίσκι. Μακέτα. Ακόμη και οι λαϊκές φωνές που ανοίγονται στον κάμπο. Ακόμη και η μαντζουράνα στο κονσερβοκούτι.
Μάρω Δούκα: « Οι λεύκες ασάλευτες»


Ο Αρσέν σώπασε. Αναθυμήθηκε τον Μπεγιά που πορεύτηκε τόσο επιπόλαια προς το θάνατο, δίχως να είναι ικανός να τον αντιμετωπίσει. Γύρισε προς τη Βουίβρα, την είδε σκεπτική, ταραγμένη, και τη ζήλεψε. Σκεφτόταν τον έντονο πόνο που θα ξανάνιωθε σαν θα βρισκόταν και πάλι μόνος του, και πως ο πόνος ατός θα ‘ ταν ένα τίποτα αν είχε και αυτός μπροστά του ολόκληρη την αιωνιότητα. Η Βουίβρα πάλι, σκεφτόταν το άμορφο, επίπεδο πεπρωμένο της που δεν θα το καθόριζε ποτέ. Για εκείνη ήταν φως φανάρι πως ο Αρσέν ήταν κύριος του πεπρωμένου του, έτσι όπως ήταν η μητέρα του πλέκοντας την κάλτσα της. Δεν υπήρχε τίποτα πιο επιθυμητό, τίποτα πιο ζωογόνο από το να φέρεις εντός σου το τέλος σου και να το πλέκεις πόντο με πόντο. Ξάπλωσε , αναστενάζοντας, κι άπλωσε το χέρι της να κόψει ένα κόκκινο μανιτάρι ανάμεσα στις φτέρες. Καθώς το έφερε στο στόμα της κι άρχισε να τα ψιλοδαγκώνει, ο Αρσεν τη σταμάτησε.
- Ω Θεέ μου, μην το τρως, είναι φαρμακερό…
- Α, έμενα δεν με φαρμακώνει τίποτα, είπε η Βουίβρα, αφήνοντας το μανιτάρι να κατρακυλήσει πάνω στο φουστάνι της, Ο Θάνατος δεν με καρτερεί πουθενά εμένα.
Μαρσέλ Αιμέ: «Τα χρόνια του έρωτα και των φιδιών»



Δεν περνούσε σχεδόν μέρα, στην Αθήνα, που να μην πεθαίνουν άνθρωποι από την ασιτία.
Στην αρχή οι πιο γέροι, οι αρρωστιάρηδες. Σπάνια έβγαινε ο Δίων από το σπίτι του νωρίς το πρωί δίχως ν΄ απαντήσει τα ειδικά συνεργεία με τα κάρα τους που μετέφεραν την καινούργια συγκομιδή πτωμάτων για μια βιαστική, ομαδική ταφή στον Κεραμεικό.
Στην πείνα είχε προστεθεί τσουχτερό κρύο. Ξύλα δεν βρίσκονταν πια, μήτε κάρβουνα για τα μαγκάλια.
Ρόδης Ρούφος: «Οι Γραικύλοι»


Εκείνη τη στιγμή έξω στην αυλή ακούστηκε να κελαηδάει ένα αηδόνι. Έβαλε τα γέλια μες το σκοτάδι. «Τι έπαθες ;» τη ρώτησε ο Ελισσαίος ξαφνιασμένος. «<πιάστε μου αυτό το αηδόνι», είπε, «και αύριο θα σας ψήσω αηδονόπιτα». Σου έχω πει, Ελίζαμπεθ, πως τα ελληνικά μου σκοντάφτουν ακόμα μερικές φορές. «Θα κάνεις τι;» ρώτησα ξαφνιασμένος, Ήταν η σειρά του Ελισσαίου να βάλει τα γέλια. «Εύγε σου, κυρά!» είπε. «Μ΄ αρέσει να σε βλέπω έτσι εύθυμη, είσαι τόσο νέα!»
Όταν λένε εδώ αυτή τη λέξη εννοούν σαν κάτι με όνειρα, πίτα γεμάτη από το άπιαστο, το χιμαιρικό, πες το όπως θέλεις. «Είσαι έτοιμη για τέτοιο όνειρο;» τη ρώτησα μέσα στο σκοτάδι. «Πιάστε μου ένα αηδόνι και τότε θα δείτε…» απάντησε γελώντας.
Ισίδωρος Ζουργός: « Η αηδονόπιτα»


Το ξεκαθάρισμα είναι μαχαίρωμα, τον προγκάει, και ο Χάρης να δείχνει ότι συμφωνεί. Θα πάω στην Κέρκυρα, της λέει, φεύγω στο τέλος της εβδομάδας, μόλις κλείσει το φροντιστήριο. Έβγαλες εισιτήριο, ρωτά σαστισμένη. Για πού; Απορεί αυτός. Είναι η σειρά της να απορήσει και τον κοιτά κάπως περίεργα. Α! Για Κέρκυρα εννοείς, πιάνει το νόημα, για Κέρκυρα βρίσκεις πάντα, όλα τα δρομολόγια για εκεί. Τελευταία δεν του φέρνει αντιρρήσεις, η κατάσταση του της φαίνεται ότι χειροτερεύει μέρα με τη μέρα, τα λόγια του σκηνοθέτη στο κεφάλι της, σταμάτησε τα χάπια, της είχε εκμυστηρευτεί και δεν του είχε δώσει σημασία, τώρα δεν έχει ποιο να ρωτήσει και τι να κάνει.
Λιλύ Εξαρχοπούλου: «Μια αγάπη σαν Κέρκυρα»

Ωστόσο το μεθύσι τους γινόταν κι επικίνδυνο-πιο πολύ για τους ίδιους. Τότε τους έρχονταν οι πιο τρελές ιδέες. Έτσι και κάποια Κυριακή γινόταν, όπως έμαθα, γάμος και όλο το χωριό ήταν μαζεμένο μπροστά στην εκκλησία και γλεντούσε. Ο Γιάσος κι ο Γιωργής μέθυσαν και αφού έκαναν κάμποσα από τα δικά τους. Έβγαλαν τους σουγιάδες. Ο κόσμος τρόμαξε, όμως αυτοί οι δυο είχαν μόνο σκεφτεί να σμίξουν τα αίματά τους. Μετά, μαζεύοντας στη χούφτα τους το αίμα που κυλούσε αχνιστό από τα χαραγμένα μπράτσα τους έγραψαν με το δάχτυλο στη βάση του καμπαναριού
Ο ΓΙΑΣΟΣ ΚΙ Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΤΟΝ ΧΑΡΟ ΔΕΝ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ
Κι άρχισαν να χορεύουν έναν άγριο πυρρίχιο με βλέμμα αλλοπαρμένο, αναμαλλιάρηδες, μουσκίδι στον ιδρώτα, τρομάζοντας με το βραχνό τους γέλιο μανάδες και παιδιά ώσπου, μετά από ώρα, κατάφεραν εντέλει οι δυο αδερφές να τους μερώσουν με φωνές, κλάματα και φοβέρες.
Νίκος Α. Καββαδίας: «Το στοιχειό στο φύτεμα»

Σιγά μην μας πείσετε, συνταγματάρχες, μπορεί να πιάσατε στον ύπνο τους πολιτικούς, αλλά εμείς με τις μουσικές μας, τα μακριά μας τα μαλλιά και τους αχαλίνωτους έρωτες μας σας γράφουμε στα παλιά μας τα παπούτσια. Είσαστε αστοιχείωτοι, άξεστοι, απληροφόρητοι…Να πεις ότι είστε η αριστοκρατία του στρατεύματος, που συνεπαρμένοι από κάποιο υψηλό όραμα αρχαιοελληνικής παράκρουσης επιχειρείτε μια αναβάθμιση υψηλού επιπέδου της κοινωνίας, της λιμνάζουσας ζωής μας, πάει στο διάολο…αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ψυχασθενείς τσαμπουκάδες, κτηνώδεις τραμπούκους που λυσσομανάνε να μας συνετίσουνε με αγριοφωνάρες και παραληρήματα. Έπος παραλογισμού. Τ’ άφηνα πίσω μου όλα αυτά,
Κωνσταντίνος Τζούμας: «Ως εκ θαύματος»

Ποιες υπόγειες εντάσεις τροφοδοτούσε, τι συναισθηματικές φορτίσεις αποδέσμευε το πάντρεμα της μουσικής με τον ποιητικό λόγο. Πόσες φορές σέρναμε και σπρώχναμε έτσι τις πληγωμένες ευαισθησίες μας στο ξέφωτο της λύτρωσης, στο απάγκιο της μαγείας. Πως αντέχαμε με τη μουσική να διατρέξουμε την απόσταση από τη συντριβή στην ανάταση και στην ελπίδα, από τη μοναξιά της εσωστρέφειας στη συντροφικότητα που μετάγγιζε το σφίξιμο της ζεστής παλάμης, ή ένα βλέμμα όλο τρυφερότητα. Πόσους κόμπους στο λαιμό καταφέρναμε να γυρίσουμε πίσω και πόσοι ξέφευγαν και γλιστρούσαν στάλα στάλα στα νεανικά πρόσωπά μας. Με λίγες νότες, με ένα στίχο. Πόσους δρόμους κάναμε ξυπόλητοι, γυμνοί από τα χαράματα μεχρι να φέξει μετά από μια επώδυνη αγρύπνια. Δίπλα στα διαβάσματα, στα βιώματα, στις συζητήσεις. Κάπως έτσι πρέπει να ωριμάσαμε στα φοιτητικά μας χρόνια με κάθε λογής αισθαντικότητες, σαν να ΄μασταν οι απαγορευμένοι καρποί της εποχής μας.
Νίκος Θέμελης: «Μια ζωή, δυό ζωές»

Η Πάουλα ανέβηκε στο δωμάτιο της και σε δυο λεπτά κατέβηκε και βγήκε από την πίσω πόρτα. Η Ντόρις Κέιν άκουσε το μοτέρ του στέισον βάγκον που έφευγε. Τώρα ήταν μόνη της στο σπίτι με συντροφιά το θόρυβο του αέρα στα δέντρα. Η Ντόρις Κέιν έπλυνε και σκούπισε τα πιάτα . Η Πάουλα δεν είχε γυρίσει ούτε τηλεφώνησε. Καθώς η κυρία Κέιν περίμενε, ο αέρας γινόταν όλο και πιο δυνατός και της φαινόταν απαίσιος
Erle Stanley Gardner: «Ο Νταγκ Σέλμι αναλαμβάνει την υπόθεση»

Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2008

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ




Τα μάτια σου ικετεύουν το αόρατο
που νιώθεις μες στο στήθος σου φωλιασμένο.
Τα χέρια σου διάφανα
από τις τρύπες της βελόνας
στα νοσοκομεία και τους γιατρούς
που δεν λένε την αλήθεια
γιατί δεν την ξέρουν.
Όμως εγώ
Το μήνυμά σου περιμένω
ότι θάρθεις
την αγάπη να πάρεις
-απόλυτο γιατρικό-
που είναι στην καρδιά μου
από το καλοκαίρι που χαμογελούσες.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 01, 2008

ΤΟ ΑΙΜΑ



Περιμένω τη βροχή

να καθαρίσει τα όνειρά μου

που το σκοτάδι της μοναξιάς

έχει μπερδέψει.

Έρχονται οι φίλοι

Μα ποιος είναι αυτός που τραγουδά

«κιτρολεμονιά και μαντζουράνα μου»;

Οι αγάπες

μα τίνος τα χείλη είναι υγρά;

Μόνο το αίμα ξεχωρίζει:

είναι το δικό μου

και ζητάει ανάπαυση.

Ας έρθει η βροχή

να το πλύνει

από το κοιμητήρι της μάνας

και τα μάτια μου.