Κυριακή, Φεβρουαρίου 26, 2006

ΣΚΟΡΠΙΑ

Ασπρισμένοι οι τοίχοι των σπιτιών
οι μάντρες
και τα τσακάλια χορτάτα.
Λέω τη νύχτα
να βγούμε για συνθήματα.


*




Το 1947
ο Μήτσος Δεσύλας
αναρωτήθηκε
γιατί να παραδοθεί στους χωροφύλακες
αφού
μπορούσε να σκοτωθεί και μόνος του


*


Στην άσπρη πέτρα του γιαλού
Φυτρώνει ένα αγκάθι
Της μάγισσας στερνό παιδί.

Τα καλοκαίρια τραγουδά
Και το χειμώνα κλαίει.

Τα’ ακούν οι αλαφροΐσκιωτοι
Και παίρνουν τα καράβια.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2006

ΛΗ

Ο ΒΥΘΟΣ

Χρόνια
το σώμα μου που έλλειπε
γύρευα στα μοιριολόγια και στις χαρτορίχτρες
στήνοντας καρτέρι
στα στοιχειά
που με ρημάξανε νέο και ωραίο.

Χρόνια
ασήμια μάζευα και πέτρες
να ντύσω τις γοργόνες
ξοδεύοντας φεγγάρια και οινοπνεύματα
μ’ ένα σκοπό λυπητερό.

Ώσπου μια νύχτα
στο λιμάνι του μυαλού μου
έβαλα φωτιά σ’ όλα τα πειρατικά
φαρμάκωσα θεούς και δαίμονες
και είπα «εσύ σκιά μη φεύγεις».

Τώρα οι θεοί και οι δαίμονες
είναι νεκροί
και μόνο των ματιών σου ο βυθός
με παγιδεύει
καλώντας με
στις σκοτεινές σπηλιές του κορμιού σου
να βρω τον θησαυρό
του κουτσού πειρατή.





















ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ

Πια δεν είσαι η σκιά
που χρόνια τα βράδυα
ερχότανε
αθόρυβα στην κάμαρά μου
και μούλεγε παραμύθια


Τώρα χτυπάς την πόρτα και σ’ ανοίγω
ανασαίνω το άρωμα σου
στη ζεστή σου σάρκα διαλύομαι.

Άντρας είμαι
πολεμιστής.



































Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ

Ο τόπος μου έχει πορτοκαλιές
έχει πουλιά.

Ο γερό δάσκαλος μου
τάιζε παγώνια
γύριζε τον κόσμο με λιβάνια
και έκαιγε ξερά χόρτα.

Χρόνια της απαντοχής.

Τα γράμματα δεν τάμαθα καλά
ξόβεργες στήνω
γυρίζω με δαυλί
και καίω τις καλύβες.

Χρόνια της ταραχής.

Ο τόπος μου μια πυρκαγιά
με καίει.





























ΗΜΙΤΕΛΕΣ

Το ποιήμα μισό τελειωμένο τ’ αφήνω
για ν’ αγκαλιάσω το κορμί σου.

Αύριο σοφοί και ρήτορες
θα μιλούν για το ημιτελές αριστούργημα
και τι ήθελε να πει ο ποιητής
με το « αιδοίλη».









































ΛΑΜΙΑ

Θάθελα νάμαι στο πανηγύρι της Αγίας Κυριακής.
Στα θέατρα που παίζουν οι φίλοι μου στις παραλίες.

Όμως οι όρκοι στον καθημερινό μου θάνατο
στα σκοτεινά δρομάκια με ωθούν
μιας πόλης λάμιας
να συγκεντρώνω τ’ αποτσίγαρα
να λιώνω στο αίμα των μπεκρήδων.








































ΤΑΞΙΔΙ

Οι φίλοι θα γυρίσουν από τα νησιά
θα πουν τις ιστορίες τους πίνοντας μπύρες
και κάνοντας χοντρά αστεία
για το πως
η Γερμανίδα του καλοκαιριού
τον έπαιρνε στο στόμα
Δεν θα ’μαι εγώ
το λιμασμένο ακροατήριο.

Με το καϊκι που έφτιαξαν
οι πεθαμένοι ποιητές για μένα
αρμενίζω μέσα στα μάτια της
από το κορμί της τρυγάω το μέλι
που χρόνια φτιάχνουν οι προφήτες
τα όμορφα λόγια τραγουδάω
όταν η κούραση μας δένει σε στεριά.

Έσκισα όλους τους χάρτες
και ταξιδεύω.





























ΕΠΙΛΟΓΗ

Κυριακή απόγευμα και βρέχει.
Μην με ξεχνάς ούτε σαν σκέψη.

Μόνο αγάπα με
ή σκότωσε με.

Σου έχω δώσει
και την καρδιά
και το μαχαίρι.







































ΒΡΕΧΕΙ

Βρέχει
όπως σ’ εκείνα τα ποιήματα
που μου αρέσανε.

Κάπου μακριά μου
διαβάζεις τους νόμους και τις λογικές.

Σε σιωπή θα σε τυλίξω
τώρα που μπαίνει το Φθινόπωρο
και ωριμάζουν οι πορτοκαλιές.






































ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ

Να βρω την λέξη
που αν εκραγεί
θα μοσχοβολήσει η νύχτα
το σπέρμα των ερώτων μας.

Τη λέξη
που θα μπεί στα λεξικά
όπως μητέρα, γυναίκα, ουρανός
ή ακόμα αιδοίο, μήτρα, θάλασσα.







































Η ΦΩΤΙΑ

Τρέμει το κορμί μου
καθώς η νύχτα ανοίγει
και έρχεσαι.
Πάλι τα μυστικά μας
θα φανερωθούνε
καθώς τα χέρια μας
θα αναζητούν τα μονοπάτια
του παραδείσου
μες στη φωτιά που μας ενώνει.







































ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ

Σε φυλακίζω μέσα σε μια ακινησία
γεμάτη αρχαίες πληγές.

Άντρας μαζί και σύννεφο
που επιμένει
να μη γονατίσει
μη την ήττα αποδεχόμενος.
Μέσα στα αίματα βουτηγμένος
κάνει το στερνό βήμα
προς ΣΕ
που θα του βγάλεις τα καρφιά
από τα φτερά του
και θα σε ελευθερώσει.

Με κραυγές αγάπης και ύμνους
θα ξεκινήσουμε
το ατέλειωτο ταξίδι
που μας απομένει.

Άντρας μαζί και σύννεφο
και νυχτερινός καβαλάρης
στις πεδιάδες του κορμιού σου.


























ΤΟΠΙΟ

Το σπέρμα της υπομονής
στα στήθια σου
φτιάχνει ρυάκια
φτιάχνει λίμνες.












































ΥΓΡΟΣ ΥΔΡΩΤΑΣ

Πως θα φύγεις;
Το άρωμα σου ακίνητο
στο δωμάτιο
και ο ιδρώτας σου
υγρός ακόμα στα σεντόνια.











































ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Έλα
έχω βατόμουρα να σε ταϊσω
και το υπόλοιπο
του ρημαγμένου μου κορμιού.












































ΟΙ ΣΦΕΝΤΟΝΕΣ

Κορμί Κέδρος
να κρεμαστώ επάνω του
και ας με σημαδεύουν
τα παιδιά
με τις σφεντόνες τους.











































ΗΔΟΝΙΚΟ

Δεν είναι μια νύχτα.
Είναι η ζωή ολόκληρη
όταν τα σώματα σπαράζουν
από ηδονή
και οι ματιές αναρωτιούνται
που ταξιδεύαμε τόσα χρόνια
κι αργήσαμε να συναντηθούμε
τόσο...








































Η ΝΥΧΤΑ

Τι άλλο πια να καρτερείς από τη νύχτα.

Γυναίκες μεθυσμένες
ξερνούν την πίκρα τους
επάνω στα λερά σεντόνια.

Τις πληγές σου να σταματήσεις δεν μπορείς
με οινοπνεύματα
και έρωτες καρκινικούς.

Πολύ πριν απ’ το θάνατο
πεθαίνεις
ξεχασμένος.

Τι άλλο πια να καρτερείς από τη νύχτα
που σαν τελευταίο καταφύγιο
πάντα την ευλογούσες;































ΜΑΥΡΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

Στρατιώτης
με κομμένα χέρια
από ένα πόλεμο
που δεν έγινε.
Με το βλέμμα άδειο
από τα ηρεμιστικά
και τις συμβουλές
τις άδειες
και τις βεβαιώσεις.

Σ’ ένα δάσος βαθύ
ψάχνεις τη νύχτα ανάσες
και δρόμους που επιστρέφουν.

Το φεγγάρι καθρέφτης
με μαύρο σκύλο
όπως στα παραμύθια
και στις διαφημίσεις.






























ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Πόσες μέρες που έχεις φύγει
και το άρωμα σου μένει στην κάμαρα μου
σαν κίνδυνος για την αυριανή μου μοναξιά.
Το κορμί μου λαβωμένο
απ’ την αρρώστια και το οινόπνευμα
στα λερά σεντόνια τυραννιέται.
Μια στάλα περηφάνιας
πούχει μείνει στις λέξεις που ερωτεύτηκα
με κρατάει να μην κλάψω
θυμηθείτε με.
Έτσι κι αλλιώς
το ξοδεμένο σπέρμα με το άρωμα σου
θα γίνουν δηλητήριο
που θα με πνίξει.


































ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ

Μένει το άρωμα του κορμιού σου.
Τώρα που ταξιδεύεις
μετράω το μήκος της νύχτας
που σε κρατούσα αγκαλιά:
Ως την αιωνιότητα
και από την αλήθεια
ως την αλήθεια.









































O AΡΚΟΥΔΙΑΡΗΣ

Έκλεψα το χαμόγελο σου
που ήταν για μένα
μια βραδυά που η μποτίλια είχε αδειάσει
και τραγουδούσα
«κιτρολεμονιά και ματζουράνα μου»

Και από τότε
μεταμφιεσμένος αρκουδιάρης
στα πανηγύρια του κάμπου
λεω ιστορίες αγάπης
για ένα τάλιρο.

Όταν ματώνουν οι πληγές μου
κρύβομαι στις πορτοκαλιές
μαζεύοντας το αίμα στο δισάκι.

Μη μάθει κανένας
από που έρχομαι και που πηγαίνω.

Την ιστορία του χαμόγελου
δεν την πουλώ.



























Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Κορμί σίδερο και σκουριά
το πήραν οι αγγέλοι
να το κάνουν μυστικό ευαγγέλιο.

Χρόνια σαν πριν
πάλι
καρτεράει
να βγει απ’ την πέτρα
ένας προδότης άγγελος.

Ψεύτης κι αυτός
με όμορφα μάτια
και χρυσό δάκρυ.



































ΑΠΟΥΣΙΑ

Ψιλή βροχή
μου ραγίζει τα κόκαλα.

Η ματιά σου
φευγάτη.











































ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ

Οι δρόμοι
ανοιχτές φλέβες
και τον σέρνει η μνήμη.
Αίματα
και λυπημένα τραγούδια.
Ποιος θα τον κρατήσει
άλογο με σπασμένα γκέμια
προς τον θάνατο
που καλπάζει;







































ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τώρα ψάχνει τα πουλιά στους βάλτους
που τα βάφτιζε με τ’ όνομά σου.
Άγγελος ματωμένος…

ΛΗ

Ο ΒΥΘΟΣ

Χρόνια
το σώμα μου που έλλειπε
γύρευα στα μοιριολόγια και στις χαρτορίχτρες
στήνοντας καρτέρι
στα στοιχειά
που με ρημάξανε νέο και ωραίο.

Χρόνια
ασήμια μάζευα και πέτρες
να ντύσω τις γοργόνες
ξοδεύοντας φεγγάρια και οινοπνεύματα
μ’ ένα σκοπό λυπητερό.

Ώσπου μια νύχτα
στο λιμάνι του μυαλού μου
έβαλα φωτιά σ’ όλα τα πειρατικά
φαρμάκωσα θεούς και δαίμονες
και είπα «εσύ σκιά μη φεύγεις».

Τώρα οι θεοί και οι δαίμονες
είναι νεκροί
και μόνο των ματιών σου ο βυθός
με παγιδεύει
καλώντας με
στις σκοτεινές σπηλιές του κορμιού σου
να βρω τον θησαυρό
του κουτσού πειρατή.





















ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ

Πια δεν είσαι η σκιά
που χρόνια τα βράδυα
ερχότανε
αθόρυβα στην κάμαρά μου
και μούλεγε παραμύθια


Τώρα χτυπάς την πόρτα και σ’ ανοίγω
ανασαίνω το άρωμα σου
στη ζεστή σου σάρκα διαλύομαι.

Άντρας είμαι
πολεμιστής.



































Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ

Ο τόπος μου έχει πορτοκαλιές
έχει πουλιά.

Ο γερό δάσκαλος μου
τάιζε παγώνια
γύριζε τον κόσμο με λιβάνια
και έκαιγε ξερά χόρτα.

Χρόνια της απαντοχής.

Τα γράμματα δεν τάμαθα καλά
ξόβεργες στήνω
γυρίζω με δαυλί
και καίω τις καλύβες.

Χρόνια της ταραχής.

Ο τόπος μου μια πυρκαγιά
με καίει.





























ΗΜΙΤΕΛΕΣ

Το ποιήμα μισό τελειωμένο τ’ αφήνω
για ν’ αγκαλιάσω το κορμί σου.

Αύριο σοφοί και ρήτορες
θα μιλούν για το ημιτελές αριστούργημα
και τι ήθελε να πει ο ποιητής
με το « αιδοίλη».









































ΛΑΜΙΑ

Θάθελα νάμαι στο πανηγύρι της Αγίας Κυριακής.
Στα θέατρα που παίζουν οι φίλοι μου στις παραλίες.

Όμως οι όρκοι στον καθημερινό μου θάνατο
στα σκοτεινά δρομάκια με ωθούν
μιας πόλης λάμιας
να συγκεντρώνω τ’ αποτσίγαρα
να λιώνω στο αίμα των μπεκρήδων.








































ΤΑΞΙΔΙ

Οι φίλοι θα γυρίσουν από τα νησιά
θα πουν τις ιστορίες τους πίνοντας μπύρες
και κάνοντας χοντρά αστεία
για το πως
η Γερμανίδα του καλοκαιριού
τον έπαιρνε στο στόμα
Δεν θα ’μαι εγώ
το λιμασμένο ακροατήριο.

Με το καϊκι που έφτιαξαν
οι πεθαμένοι ποιητές για μένα
αρμενίζω μέσα στα μάτια της
από το κορμί της τρυγάω το μέλι
που χρόνια φτιάχνουν οι προφήτες
τα όμορφα λόγια τραγουδάω
όταν η κούραση μας δένει σε στεριά.

Έσκισα όλους τους χάρτες
και ταξιδεύω.





























ΕΠΙΛΟΓΗ

Κυριακή απόγευμα και βρέχει.
Μην με ξεχνάς ούτε σαν σκέψη.

Μόνο αγάπα με
ή σκότωσε με.

Σου έχω δώσει
και την καρδιά
και το μαχαίρι.







































ΒΡΕΧΕΙ

Βρέχει
όπως σ’ εκείνα τα ποιήματα
που μου αρέσανε.

Κάπου μακριά μου
διαβάζεις τους νόμους και τις λογικές.

Σε σιωπή θα σε τυλίξω
τώρα που μπαίνει το Φθινόπωρο
και ωριμάζουν οι πορτοκαλιές.






































ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ

Να βρω την λέξη
που αν εκραγεί
θα μοσχοβολήσει η νύχτα
το σπέρμα των ερώτων μας.

Τη λέξη
που θα μπεί στα λεξικά
όπως μητέρα, γυναίκα, ουρανός
ή ακόμα αιδοίο, μήτρα, θάλασσα.







































Η ΦΩΤΙΑ

Τρέμει το κορμί μου
καθώς η νύχτα ανοίγει
και έρχεσαι.
Πάλι τα μυστικά μας
θα φανερωθούνε
καθώς τα χέρια μας
θα αναζητούν τα μονοπάτια
του παραδείσου
μες στη φωτιά που μας ενώνει.







































ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ

Σε φυλακίζω μέσα σε μια ακινησία
γεμάτη αρχαίες πληγές.

Άντρας μαζί και σύννεφο
που επιμένει
να μη γονατίσει
μη την ήττα αποδεχόμενος.
Μέσα στα αίματα βουτηγμένος
κάνει το στερνό βήμα
προς ΣΕ
που θα του βγάλεις τα καρφιά
από τα φτερά του
και θα σε ελευθερώσει.

Με κραυγές αγάπης και ύμνους
θα ξεκινήσουμε
το ατέλειωτο ταξίδι
που μας απομένει.

Άντρας μαζί και σύννεφο
και νυχτερινός καβαλάρης
στις πεδιάδες του κορμιού σου.


























ΤΟΠΙΟ

Το σπέρμα της υπομονής
στα στήθια σου
φτιάχνει ρυάκια
φτιάχνει λίμνες.












































ΥΓΡΟΣ ΥΔΡΩΤΑΣ

Πως θα φύγεις;
Το άρωμα σου ακίνητο
στο δωμάτιο
και ο ιδρώτας σου
υγρός ακόμα στα σεντόνια.











































ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Έλα
έχω βατόμουρα να σε ταϊσω
και το υπόλοιπο
του ρημαγμένου μου κορμιού.












































ΟΙ ΣΦΕΝΤΟΝΕΣ

Κορμί Κέδρος
να κρεμαστώ επάνω του
και ας με σημαδεύουν
τα παιδιά
με τις σφεντόνες τους.











































ΗΔΟΝΙΚΟ

Δεν είναι μια νύχτα.
Είναι η ζωή ολόκληρη
όταν τα σώματα σπαράζουν
από ηδονή
και οι ματιές αναρωτιούνται
που ταξιδεύαμε τόσα χρόνια
κι αργήσαμε να συναντηθούμε
τόσο...








































Η ΝΥΧΤΑ

Τι άλλο πια να καρτερείς από τη νύχτα.

Γυναίκες μεθυσμένες
ξερνούν την πίκρα τους
επάνω στα λερά σεντόνια.

Τις πληγές σου να σταματήσεις δεν μπορείς
με οινοπνεύματα
και έρωτες καρκινικούς.

Πολύ πριν απ’ το θάνατο
πεθαίνεις
ξεχασμένος.

Τι άλλο πια να καρτερείς από τη νύχτα
που σαν τελευταίο καταφύγιο
πάντα την ευλογούσες;































ΜΑΥΡΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

Στρατιώτης
με κομμένα χέρια
από ένα πόλεμο
που δεν έγινε.
Με το βλέμμα άδειο
από τα ηρεμιστικά
και τις συμβουλές
τις άδειες
και τις βεβαιώσεις.

Σ’ ένα δάσος βαθύ
ψάχνεις τη νύχτα ανάσες
και δρόμους που επιστρέφουν.

Το φεγγάρι καθρέφτης
με μαύρο σκύλο
όπως στα παραμύθια
και στις διαφημίσεις.






























ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Πόσες μέρες που έχεις φύγει
και το άρωμα σου μένει στην κάμαρα μου
σαν κίνδυνος για την αυριανή μου μοναξιά.
Το κορμί μου λαβωμένο
απ’ την αρρώστια και το οινόπνευμα
στα λερά σεντόνια τυραννιέται.
Μια στάλα περηφάνιας
πούχει μείνει στις λέξεις που ερωτεύτηκα
με κρατάει να μην κλάψω
θυμηθείτε με.
Έτσι κι αλλιώς
το ξοδεμένο σπέρμα με το άρωμα σου
θα γίνουν δηλητήριο
που θα με πνίξει.


































ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ

Μένει το άρωμα του κορμιού σου.
Τώρα που ταξιδεύεις
μετράω το μήκος της νύχτας
που σε κρατούσα αγκαλιά:
Ως την αιωνιότητα
και από την αλήθεια
ως την αλήθεια.









































O AΡΚΟΥΔΙΑΡΗΣ

Έκλεψα το χαμόγελο σου
που ήταν για μένα
μια βραδυά που η μποτίλια είχε αδειάσει
και τραγουδούσα
«κιτρολεμονιά και ματζουράνα μου»

Και από τότε
μεταμφιεσμένος αρκουδιάρης
στα πανηγύρια του κάμπου
λεω ιστορίες αγάπης
για ένα τάλιρο.

Όταν ματώνουν οι πληγές μου
κρύβομαι στις πορτοκαλιές
μαζεύοντας το αίμα στο δισάκι.

Μη μάθει κανένας
από που έρχομαι και που πηγαίνω.

Την ιστορία του χαμόγελου
δεν την πουλώ.



























Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Κορμί σίδερο και σκουριά
το πήραν οι αγγέλοι
να το κάνουν μυστικό ευαγγέλιο.

Χρόνια σαν πριν
πάλι
καρτεράει
να βγει απ’ την πέτρα
ένας προδότης άγγελος.

Ψεύτης κι αυτός
με όμορφα μάτια
και χρυσό δάκρυ.



































ΑΠΟΥΣΙΑ

Ψιλή βροχή
μου ραγίζει τα κόκαλα.

Η ματιά σου
φευγάτη.











































ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ

Οι δρόμοι
ανοιχτές φλέβες
και τον σέρνει η μνήμη.
Αίματα
και λυπημένα τραγούδια.
Ποιος θα τον κρατήσει
άλογο με σπασμένα γκέμια
προς τον θάνατο
που καλπάζει;







































ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τώρα ψάχνει τα πουλιά στους βάλτους
που τα βάφτιζε με τ’ όνομά σου.
Άγγελος ματωμένος…

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2006

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ

Μπορείς να μην πεις τίποτα
όταν σου ψιθυρίσω «σ’ αγαπώ».
Μόνο μην λυπηθείς και μην κλάψεις.
Σκέψου πόση δύναμη χρειάστηκε
για να βρω τη λέξη
που θα με ελευθερώσει
και θα σε κάνει γυναίκα
μέσα στα δάχτυλα μου.







































ΣΥΝΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ

Δεν έχω δει ακόμα τα μάτια σου
κι όμως ταξιδεύω στους καημούς σου.














































ΣΓΟΥΡΑ ΜΑΛΛΙΑ

Μ’ ένα σαπιοκάραβο
θέλω να γίνω πειρατής
και να σε πάρω
εκεί που οι γοργόνες
έχουν σγουρά μαλλιά
και οι λυπημένοι
δεν τραγουδάνε τη λύπη τους.









































ΟΡΚΟΣ

Στα χείλη σου
θα γράψω έναν αρχαίο όρκο
όπως εκείνοι που έλεγαν «για πάντα»
και εννοούσαν ως το θάνατο
και μέσα στο σκοτάδι.











































ΩΡΑΙΑ ΗΜΕΡΑ

Είναι ωραία μέρα
γιατί μπορώ και σε σκέφτομαι.
Ζωντανεύει το κορμί μου
και βρίσκω τις λέξεις
που σου ταιριάζουν
και θα φέρουν το καινούργιο
μαζί με τα ερωτικά κελαηδίσματα των πουλιών
που επιστρέφουν στο δάσος μου.








































ΕΙΝΑΙ Η ΦΩΤΙΑ

Σαν τυφλός γλύπτης
έφτιαξα το κορμί σου
με οδηγό τα λόγια σου
και την ανάσα σου
που έφερνε τη μοναξιά σου.
Χιλιόμετρα μακριά μου.
Τώρα τις ορφανές νύχτες μου
σε αγγαλιάζω
βάζω τα χείλη μου στο στήθος σου που καιει.
Δεν είναι παγωμένο μάρμαρο.
Είναι η φωτιά
που θέλω να λαμπαδιάσει
με τις παλιές φυλλάδες.



































ΑΓΓΕΛΟΣ ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ

Όταν με βρεις
στους σταθμούς των τρένων
με τα φτερά σπασμένα
να κοιτάζω λυπημένος
τους ταξιδιώτες που πάνε κι έρχονται
μην τρομάξεις.
Άγγελος ήμουνα.
Και άγγελος σε περίμενα.








































ΜΕΤΡΗΣΕ

Μόνο μέτρησε την αγάπη
που τρέχει από τα μάτια μου
τα χείλη μου, το στήθος μου
και αν την βρεις λειψή
γύρνα να φύγεις.











































ΝΕΑ ΑΡΧΗ

Να αφανίσω τη μνήμη μου
και να αρχίσω από τη μέρα
που σου χάιδεψα τα μαλλιά
να ξαναγράφω τη ζωή μου.
Τις δικές σου μνήμες να τις κρατήσεις.
Δεν ζητώ να πάρω ό,τι έχεις
ζητώ να σου δώσω το αθάνατο νερό
τους σπαραγμούς μου κάνοντας τραγούδι
στο κορμί σου το αέρινο
γράφοντας μια ιστορία
που οι παραμυθάδες θα λένε
στα τραπέζια
με τη συνοδεία Ηπειρώτικου κλαρίνου.



































ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΑΡΝΗΣΗ

Μες το αίμα μου ακροβατεί
η ελπίδα και η άρνηση.
Θάρθεις των ματιών ,των χειλιών μου
και του κορμιού μου την επιθυμία
να γιατρέψεις
ή θα πάρεις τον δρόμο
που όλο και μακραίνει
αφήνοντας με στην κόψη της απελπισίας
και της λεπίδας
ενός αραβικού μαχαιριού
που κάποτε μου φέρανε για συντροφιά
και καταφυγή;




































ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΨΩ

Όμως κι αν δεν έρθεις
δεν θα πάψω να σ’ αγαπώ
όπως όλα εκείνα τ’ αηδόνια
που μες τους βάλτους
κελάηδησαν για μένα
χωρίς ποτέ να τα δω.










































ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ

Κάθομαι στο παραθύρι της ανατολής
αναπολώντας το αίμα μου
καθώς κάτω στο δρόμο
περνούν φορτηγά και ερπηστριοφόρα.
Σ’ ένα μαλακό χώμα
να μπω
να λύσω τα αινίγματα με τους πεθαμένους.
Λέξεις ανύπαρκτες ή χαμένες
σε ρίζες αιώνων
κρατάνε το μυστικό
και στους ζωντανούς στρώνουν τραπέζι.
Πηγές φαντάσματα
βγάζουν αίμα και νερό
τους διψασμένους και τους χορτάτους
πως θα ξεχωρίσουν;

































ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Στης συκαμιάς τον ίσκιο
το άλλο φύλο πως θα συναντήσεις
λες.
Με πεσμένα μούρα
βάφεις βαθιά στο στήθος σου
τα σημάδια της καταγωγής σου.
Αρχαίοι πρόγονοι
με φαλλούς
που πότισαν τη γέννηση
και την ανανέωση του θανάτου.






































ΤΟΠΟΣ

Φεγγοβολούσαν
τα απόκρυφα όργανα
και μέσα σου γέμιζες
κυνηγούς και ψαράδες
που βρήκαν τον τόπο
να αυτοκτονήσουν










































ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Νύχτα η εξορία του αίματος.
Και το παράθυρο ανοιχτό
σαν κορνίζα
έτοιμη να δεχτεί
την ομορφιά που ονειρεύομαι.
Μάζεψε το θρυμματισμένο μου κορμί
και βάλτο στην άκρη του τραπεζιού.
Ρίξε κρασί να πιούμε
και όταν στο αλκοόλ βυθιστώ
αθόρυβα φύγε.

Κλείσε το παράθυρο…




































ΑΚΙΝΗΣΙΑ

Στ’ αρχαία πεζοδρόμια
δεν ακούω τα βήματα των προγόνων.
Σημάδια από σκοτεινό αίμα
θρηνούν τον άγγελο
που ήταν της νιότης.
Τώρα σε μια ακινησία καθισμένος
γράφω τραγούδια
που κανείς δεν θα τα νιώσει.








































ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Σ’ ένα καφενείο από τα παλιά
Λάσπη στο πάτωμα
από τον ήλιο
και από τις γυμνές πατούσες των αχθοφόρων.
Πίνουν φτηνό κρασί
και με εξήντα λεφτά
βλέπουν στο γυαλί
γυμνές ανατολίτισσες
με ξυρισμένα τα όργανα
να τις μαστιγώνουν
ακέφαλοι μογγόλοι.
Θα πάνε στα σπίτια τους
και θα κάνουν εμετό
στα σκέλια της γυναίκας τους.

Τελειώνουν την ημέρα τους.

Ο ποιητής σε μια γωνιά
έχει τα βλέφαρα κλειστά
και ονειρεύεται δάση και ακρογιαλιές.
Μπορείς μ’ ένα σκούντημα
να δεις τα μάτια του που είναι κόκκινα
και με πενήντα τάλιρα από τα’ αρχαία
να παζαρέψεις στίχους.

Δεν τελειώνει η νύχτα του.






















ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Μετράει το σχοινί
που θα κρεμάσει από το ταβάνι του καιρού.
Άρτος, οίνος και έλαιον
μια κίτρινη σκόνη στους τοίχους
και ένα ακίνητος αέρας
δεν έχει μυρωδιές.
Ψάχνει τα παλιά γράμματα
και διευθύνσεις από οίκους ανοχής.
Δεν μπορεί να μεταναστεύσει μες το αίμα του.

Πέρασε κι αυτός ο Αύγουστος στην αναμονή.
Πέρασε κι αυτός ο Αύγουστος και δεν ήρθε…




































ΤΑ ΦΡΟΥΤΑ

Στη Λαϊκή Αγορά της γειτονιάς του
κοιτούσε τους ιδρωμένους αγρότες
που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.
Ρυτιδιασμένες νοικοκυρές
που έκαναν διαπραγμάτευση
για ένα κιλό μήλα.

Κοιτούσε καρφωμένος σε μια σανίδα.

Μια κοπέλα με τσιγκάνικο φόρεμα
και τεράστια μαύρα μάτια
τον πλησίασε
και του πρόσφερε ένα τσαμπί σταφύλι.

Ερχόταν ο Χειμώνας.

































ΑΥΤΟΣ

Πετάει με οργή μακριά
την κίτρινη κουβέρτα
που τύλιγε τα πόδια του.
Σηκώνεται με κόπο
και κοιτάγεται ολόσωμος
στον καθρέφτη της ντουλάπας.
Χαμογελάει λυπημένα.
Τώρα θάσαι άλλος, λεει.
Αυτός!







































ΑΔΥΝΑΜΙΑ

Αν οι στίχοι που σου έστειλα
σε πρόσβαλαν
ας είναι οι τελευταίοι.
Δεν μπόρεσα να σου πω
τι ένιωθα.















































ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 20, 2006

Η ΑΣΩΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΗ

Η ΑΣΩΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΗ

Λειτουργούσε μ’ ένα λειψό κερί
Στον δικό του άγνωστο Άγιο
Όταν το φεγγάρι γινότανε πράσινο
Σαν τα δέντρα.

Χόρευε σε σκοτεινά δωμάτια
Κρύβοντας την ανήμπορη κίνηση.

Φυγάς του εαυτού του
Δεν ξεχνούσε τη μέρα
Που τον άφησαν έξω
Από τον κύκλο του χορού
Γιατί ασχήμιζε τη λεβεντιά.

Κι όταν τα ταμπούρλα
Ούρλιαζαν στο μυαλό του
Βγάζοντας μικρές φωτιές
Ντυνόταν τη στολή του Μεγαλέξανδρου
Κι έσπαζε όλους τους καθρέφτες.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Μέσα στα μάτια ενός κοριτσιού ξαναγεννιέται
ντύνεται το δέρμα του γαμπρός
και ξεχνάει τα χρόνια που πέρασε
φυλακισμένος στο ίδιο του το κορμί.

Ξυπνάει τα χαράματα και τραγουδάει
- κιτρολεμονιά και ματζουράνα μου –
κι οι δρόμοι
γεμίζουν τριανταφυλλιές.

Ξαφνιάζει τους φίλους
στα καφενεία και στις πλατείες που επιστρέφει
ύστερα από χρόνια απουσίας.

Όμως εκείνος ο φόβος για τα πουλιά
που στο τέλος ταριχευμένα
γεμίζουν σαλόνια και κρεβατοκάμαρες
τον κατατρέχει…

Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2006

Λευκό του χειρουργείου

Το τοπίο πέτρα και στάχτη
Στέρφα γυναίκα
Με τα ετοιμοθάνατα ερπετά
Να βγάζουν τη γλώσσα τους στον ουρανό
Είναι ένα δηλητήριο που το λέγανε αέρα
Τυμπανιαίοι τυφλοπόντικες
Ξεθάβοντας τα κόκαλα των προγόνων
Γλύφουν για να γίνει φως
Λευκό του χειρουργείου
Η ερημία του αζήτητου
Με ποιους θα εμπορευτούμε το μέλλον;