Πέμπτη, Φεβρουαρίου 19, 2009

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Τχ 438-439 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2009



Ενθετο
Με όπλο τους στίχους

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 16, 2009

ΖΩΗΣ ΜΑΝΑΡΗΣ

ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ

Προχωρούμε όχι πια μέσα στη μουσική

αλλά μέσα στο θάνατο

κι ο δρόμος δεν έχει τέλος

Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Ι.

Εδώ ήταν εν’ ανθισμένο ρήμα

μια δροσερή λέξη πού ‘ στάζε μέλλον

ένας ξανθός χυμός φρούτων στο ποτήρι

απ’ το περιβολάκι του ήλιου

Ποιος έβαλε την κουκουβάγια στο κλουβί;

ποιος έφυγε και νύχτωσε;

IX.

Ιδού τον

ως μίσχος βλαστάνει

επί των τοιχωμάτων της σαρκός μου

Σας δείχνω τ’ αληθινό

σκήνωμα του ήλιου

καθώς πίνει νερό

απόναν κρατήρα θρυμματισμένο

π’ άφησε πίσω του ο σεισμός

Προχωρείτε

είναι μαζί μας·

σκιρτώ τη φωνή του -

μια μαχαιριά στην καρδιά του χάους

που ‘ φέρε η Κατοχή

Ζώης Μάναρης

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ



Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης

με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.

Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.

Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας

κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.

Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.

Εμείς ερωτευθήκαμε την ουσία του είναι μας

και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.

Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.

Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’

αυτόν τον κόσμο

Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο

Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.



Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.

Γιωργος Μακρης

Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2009

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑΤΑ 5

O Μουράτ με κοιτάζει. Μπορεί μέσα του να με στέλνει στο διάολο αλλά δεν το δείχνει. «Μίλησα με τον γιατρό» μου λέει ήρεμα. « Η εκτίμηση του είναι ότι ο καρκίνος απλώθηκε παντού. Γι΄ αυτό και δεν επέμενε να της κάνουν τις εξετάσεις και την αξονική. Θεώρησε ότι θα την ταλαιπωρούσαν άδικα. Άσε που δεν μπορούσαν να κάνουν τις εξετάσεις εδώ και θα έπρεπε να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο του Τράμπζον». Κάνει μια παύση και μετά προσθέτει αποφασιστικά. «Πάμε να φύγουμε. Μερικά πράγματα είναι καλύτερα να μην τα βλέπει κανείς. Σε μερικές ώρες, το πολύ σε μερικές μέρες, θα τη συλλάβει ο Θεός. Ας την ανακρίνει αυτός».
«Με συγχωρείς, δεν το είπα για να σε θίξω « του λέω. «Απλώς δεν ήθελα να έχεις φασαρίες εξ αιτίας μου. Τι θα πεις αύριο στο αφεντικό σου;»
«Ό,τι θα πεις και συ στο δικό σου. Ότι φτάσαμε αργά και τη βρήκαμε νεκρή. Κανόνισα με το γιατρό να βγάλει τη ληξιαρχική πράξη θανάτου με σημερινή ημερομηνία. Γιατί νομίζεις ότι δεν άφησα τον οδηγό του περιπολικού να έρθει μαζί μας;»
Πέτρος Μάρκαρης: «Παλιά, πολύ παλιά»


Σκέψου όμως που κατάντησα εγώ ώστε να προτιμώ να καταφεύγω ακόμη και στο πλέον ζοφερό παρελθόν προκειμένου να μην αντιμετωπίσω η κακομοίρα το παρόν και πολύ περισσότερο το αβέβαιον μέλλον. Διότι, ας μην κρυβόμεθα, αυτό που κυρίως με απασχολεί ετούτο τον καιρό είναι το πρόβλημα του Αντώνη.Την επομένη εβδομάδα αυτός κατεβαίνει στας Αθήνας και εγώ η κακομοίρα τα έχω χαμένα. Εκεί, λέει, στα Ιωάννινα οι μεγάλοι στρατιωτικοί, επειδή δεν ήσαν πλέον εις θέσιν να συνεννοηθούν μαζί του- ο Αντώνης δεν ήκουε κανέναν και εσυνέχιζε να αθωώνει τις κουμουνιστές- ηναγκάσθησαν να καλέσουν και ψυχίατρο, ο οποίος εγνωμάτευσε κάποια ελαφρά ψυχική διαταραχή. Μου λένε όμως και όλη την αλήθεια; Ποιος το ξεύρει. Ας εύρω λοιπόν επιτέλους και εγώ το κουράγιο και ας πιάσω να ξετυλίγω το κουβάρι, ας γυρίσω προς τα πίσω μήπως και κατορθώσω και καταλάβω πότες και γιατί ήρχισε το κακό. Λες εκεί στα βουνά της Αλβανίας, όπως ήδη το υποψιάζομαι, να του ήλθε του Αντώνη αυτός ο εκνευρισμός; Λες εκεί στο Μέτωπο να απόγινε το παιδί μου;
Μαρίνα Καραγάτση: «Το ευχαριστημένο. ‘Η οι δικοί μου άνθρωποι»

Κι έγινε αφορμή να θυμηθεί η γυναίκα τη μεγάλη πυρκαγιά της Ικαρίας, τότε που το νησί καιγόταν για μέρες. Και οι κάτοικοι έτρεχαν με κλαριά στα χέρια και πάλευαν με τις φλόγες. Είχαν καεί άνθρωποι τότε. Και ο αγωνιστής του Πολυτεχνείου ανάμεσα τους. Εκείνος που τον είχαν ψάξει με τόση επιμονή παλιότερα, εκείνος που γλύτωσε από τα βασανιστήρια της χούντας, πήγε στην Αμερική και ξαναγύρισε στον τόπο του, για να χαθεί από το ίδιο πάθος και την ίδια αυταπάρνηση. Τόσα χρόνια αργότερα.
Ευγενία Φακίνου: «Για να δει τη θάλασσα»

Να χρησιμοποιείς στον τίτλο σου πάντα τη λέξη «Αφρική» ή «Σκοτεινός» ή «Σαφάρι». Σαν υπότιτλο μπορείς να βάζεις λέξεις όπως «Ζανζιμπαρ», «Κονγκο», «Νείλος», «Μεγάλο», «Ουρανός», «Σκιά», «Τύμπανο», «Ήλιος» ,ή «Περασμένες». Επίσης είναι χρήσιμες οι λέξεις όπως «Γορίλες», «Διαχρονικός», «Προγονικός», «Φυλή». Σημείωσε ότι «άνθρωποι» σημαίνει Αφρικανοί που δεν είναι μαύροι, ενώ «οι άνθρωποι» σημαίνει μαύροι Αφρικανοί.
Δεν πρέπει ποτέ στο εξώφυλλο ή μέσα στο βιβλίο να έχεις τη φωτογραφία ενός καλοσχηματισμένου Αφρικανού, εκτός αν ο Αφρικανός αυτός έχει κερδίσει το βραβείο Νόμπελ. Ένα πολυβόλο ΑΚ-47, πλευρά που εξέχουν, γυμνά στήθη : χρησιμοποίησε τα. Αν πρέπει να χρησιμοποιήσεις κάποιον Αφρικανό, τότε φρόντισε να είναι Μασάι ή Ζουλού ή ντυμένος Ντόγκο.
Στο κείμενο σου να αντιμετωπίζεις την Αφρική σαν να είναι μια χώρα.
Μπινγιαβάνγκα Γουαινάινα: «Πώς να γράψεις για την Αφρική», Από το τεύχος 2 της ελληνικής έκδοσης του Granta «Η θέα από την Αφρική».

Πήραν να εκθειάζουν τις αρετές και τα χαρίσματα του, να θυμούνται περιστατικά που τα επιβεβαίωναν, μετά από λίγο να μιλούν δίχως θλίψη ή λόγια παρηγορητικά, σαν να μην είχε φύγει.
Αμίλητος ο Ισμαήλ τους παρακολουθούσε από μια άκρη σκεφτικός. Κάποια στιγμή μονάχα ψιθύρισε, σαν να απηύθυνε ένα παράπονο στον Μεχμέτ, που όπως καθόταν σε απόσταση δεν θα μπορούσε να τον ακούσει:
«Τόσο καλός άνθρωπος…και όμως… κατά βάθος δεν μας αγαπούσε!»
Νίκος Θέμελης: «Οι αλήθειες των άλλων»


Και τα κοράκια, που δεν τα βλέπε ποτέ η Σμύρνη, είχανε περιζώσει τώρα όλη την πόλη και πετούσαν χαμηλά χαμηλά, κρώζοντας με λαιμαργία. Τόσα χρόνια μέσα στην Ασία, δεν χόρτασαν σάρκες και η μυρωδιά των ψοφιμιών και των σκοτωμένων, τα τράβηξε κατά δώθε. Σα σύννεφο τριγύριζαν και ξαφνικά, αφού ζύγιαζαν από ψηλά, έπεφταν στα πτώματα και τα σούβλιζαν με τις μύτες. Και πάλι, σαν καπνός ανέβαιναν, φωνάζοντας τρομακτικά, όταν κανένας τσέτης πήγαινε προς το πτώμα , να πάρει κι αυτός το μερτικό του: ρούχα, παπούτσια, ό,τι είχαν αφήσει άπαρτο εκείνοι που σκότωσαν. Σιγά-σιγά νύχτωνε.
Άγγελος Δρόσος: «Ανάμεσα στους πεθαμένους»

Λοιπόν, κύριε Αγησίλαε μου, μπορείς να περιμένεις, μονολόγησα σαν σε προσευχή από μέσα μου. Θα έρθω μόλις αδειάσω. Δεν μπορώ να αρνηθώ μια τέτοια προσφορά. Τι είμαι στο κάτω κάτω; Ένας αδύναμος άνθρωπος είμαι, μια απειροελάχιστη κουκκίδα μέσα στο σύμπαν. Τι ανάγκη έχει εμένα τον αμαρτωλό η αγιοσύνη; Άλλωστε, αν δεν αμαρτήσω περισσότερο, πως θα συγχωρεθώ πληρέστερα όταν αργότερα εξομολογηθώ;
Δεν πειράζει. Οι Άγιοι Τόποι μπορούσαν να με περιμένουν λίγο ακόμα. Δε θα έφευγαν από τη θέση τους. Τόσους αιώνες στην Παλαιστίνη βρίσκονται. Και στο μέλλον εκεί θα τους βρω.
Γιώργος Λεονάρδος: «Μαρία η Μαγδαληνή»


Ένιωσα να είμαι μόνος στο θάλαμο, οι άλλοι είχανε χαθεί μέσα στους ύπνους τους. Τυλιγμένος με μια κουβέρτα, αφού οι ομίχλες και οι παγωνιές του πέτρινου ορεινού χωριού με περόνιαζαν, έκανα σκέψεις για το μέλλον των αφηγήσεών μου. Μήπως έχασα την ικανότητα μου να εξιστορώ; Ακόμη και πριν από λίγο καιρό έβλεπα στα μάτια και στ΄ ανοιχτά τους στόματα την έκπληξη και την αγωνία από αυτά που έλεγα, κρέμονταν από τα χείλη μου, έλα, πες μας, πές μας κι άλλα. Τι συνέβαινε τούτες τις τελευταίες μέρες, εγώ να μιλάω, να διαλέγω τις ωραιότερες λέξεις, τις καλύτερες παρομοιώσεις, να βρίσκω πρωτότυπες εικόνες και σπάνια δημιουργήματα του μυαλού, κι αυτοί, αντί να εκπλήσσονται και να χειροκροτούν, το έριχναν στον ύπνο… Τι γίνεται; Λέω ιστορίες για να τους κρατάω ξύπνιους ή για να τους κοιμίζω; Μήπως αφηγούμαι σε μένα;
Μιχάλης Φακίνος: «Το τελευταίο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα»



Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, όταν τέλειωσε το πάρτι, κουρασμένος αλλά πολύ αναστατωμένος για να κοιμηθεί, και με τη Νίκι να ροχαλίζει δίπλα του απαλά, ο Τζος συλλογιζόταν πόσο παράξενα πράγματα είναι οι άνθρωποι. Πόσο διαφορετικοί μπορεί να γίνουν από τη μια στιγμή στην άλλη, πόσο αντιφατικά συναισθήματα μπορούν να νιώσουν, Αγάπη και μίσος, χαρά και απελπισία, θάρρος και φόβο. Σαν ένας πελώριος δίσκος που στριφογυρίζει, φυλακίζει το φως και το διαθλά σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ο Τζος αναλογίστηκε πάλι όλα εκείνα τα πρόσωπα, νεαρά και γερασμένα, γελαστά και κλαμένα, όσο έβγαζε το λόγο του. Δεν έχει σημασία πόσων χρονών είσαι, δεκαεπτά ή εβδομήντα, ο δίσκος είναι πάντα εκεί, και στριφογυρίζει. Τελικά, ίσως με τον καιρό, μπορείς να διακρίνεις πιο εύκολα τα χρώματα και να βεβαιωθείς ποιο βλέπεις και τι μπορεί να σημαίνει
Νίκολας Έβανς: «Που κρυβόταν η αλήθεια»


-Πιστεύεις ότι αυτός σκότωσε την αδερφή του και τον φίλο της;
- Μπορεί. Ίσως φοβόταν ότι ο Σουκρούν θα ανακάλυπτε την αλήθεια και πως οι φίλοι του θα τον τιμωρούσαν που εμφάνισε ένα ξεκαθάρισμα οικογενειακών διαφορών ως εκτέλεση της ΟΑS. Θυμάσαι ότι ο Μουλούντ είχε τα αρχικά ΟΑS χαραγμένα στην πλάτη του;
- Ναι. Ολοφυρμός για μια Απόρρητη Συνουσία… από τρελό, μυστικό έρωτα για την αδερφή του. Έτσι εξηγείται και η σαδιστική βία προς την αγαπημένη πουτάνα του πατέρα του στο μπορντέλο. Βγαίνει νόημα. Αγαπούσε την αδερφή του, και ο πατέρας του του τού την έκλεψε. Δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του, αλλά δεν άντεχε και να τη χάσει δεύτερη φορά από έναν ξένο, κι επιπλέον Άραβα, που για έναν υποστηρικτή της OAS είναι η ντροπή και το σκάνδαλο προσωποποιημένα. Είναι λοιπόν ένοχος για όλα;
- Για τους φόνους της αδερφής του, του Μουλούντ και του Σουκρούν, ίσως για τη σφαίρα που βρήκε στην πλάτη τον πατέρα του, όχι όμως και για την επίθεση στο Καζίνο.
-Τι; Γιατί το ανέφερες αυτό; Τι σχέση έχει;
Maurice Attia: « Το μαύρο Αλγέρι»

Αυτό το νέο σύστημα ενδείξεων- το οποίο ελπίζω μια μέρα θα υιοθετηθεί ευρέως!- αποσκοπεί στο να υπενθυμίζει συνεχώς ότι η σχέση μας με τα βιβλία δεν είναι μια διαδικασία ομοιογενής και αδιάλειπτη, όπως δίνεται η εντύπωση από ορισμένους κριτικούς, ούτε είναι ένας τόπος διαυγούς αυτογνωσίας, αλλά ένα μέρος σκοτεινό, στοιχειωμένο από θραύσματα της μνήμης που η αξία του, ακόμη και η δημιουργική του αξία, πηγάζει από τα ακαθόριστα φαντάσματα που τριγυρίζουν εκεί,
Pierre Bayard: «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει»

Κάθε βράδυ τα ματωμένα χείλια τους αναζητούσαν τη δροσιά των πηγαδιών, την υφάλμυρη λάσπη των ποταμιών με το αλκαλικό νερό. Έπειτα έπεφτε η νύχτα και τους πλάκωνε με το κρύο της, τους έκοβε την ανάσα, τους κομμάτιαζε πόδια και χέρια και άφηνε το βαρύ φορτίο της πάνω στις πλάτες τους. Η ελευθερία δεν γνωρίζει όρια, είναι απέραντη σαν την επιφάνεια της γης, όμορφη και απάνθρωπη σαν το φως, γλυκιά σαν τα μάτια του νερού καταμεσής στην έρημο. Κάθε μέρα, με το που χάραζε οι ελεύθεροι άνδρες συνέχιζαν την πορεία τους για το σπίτι τους, για το Νότο, εκεί που κανένας άλλος δεν μπορεί να ζήσει. Κάθε μέρα, κάνοντας τις ίδιες κινήσεις, έσβηναν τα ίχνη από τις φωτιές που είχαν ανάψει κι έθαβαν στο χώμα τα περιττώματα τους. Στρέφονταν προς την πλευρά της ερήμου κι έκαναν την προσευχή τους αμίλητοι. Έφευγαν σαν να ζούσαν σε όνειρο, εξαφανίζονταν.
Ζαν-Μαρί Γκυστάβ Λε Κλεζιό: «Έρημος»