Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2006

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

Από τον Γιώργο Κόνδη
Σε εκδήλωση του Δήμου Άργους
Στις 21-7-2006


Κλικ (Γιάννης Ρηγόπουλος ρετρο)


Καθώς ο χρόνος περνάει, όλοι κάπου κάποτε, αρχίζουμε λογαριασμούς για ότι πράξαμε ή μας συνέβη ή θέλαμε να κάνουμε, οργανώνοντας σκέψεις και κρίνοντας σχέσεις μέσα σε φόντο λίγο πολύ κοινό και γνώριμο σε όλους μας. Συνειδητά ή ασυνείδητα βιώνουμε πραγματικότητες συμμετέχοντας στην κατασκευή τους. Φτιάχνουμε διαρκώς μια κοινή αναφορά, μια ταυτότητα όπως λένε, που μας βοηθά να πορευθούμε. Όλοι μας, απλοί άνθρωποι της καθημερινότητας, είμαστε εκείνοι που παράγουμε τα στοιχεία μιας τέτοιας κοινής αναφοράς. Μ’ ανάμεσά μας, υπάρχουνε τεχνίτες που δίνουν χρώματα και ρυθμούς μετατρέποντάς την σε ιδιαίτερη, ξεχωριστή από τις άλλες. Αναδεικνύουν τη ζωντάνια της, τον πλούτο των αισθημάτων της, την πολλαπλότητα των προσανατολισμών της και επιβάλλουν το στίγμα της στη γεωγραφία των τόπων.

Κλικ

Η πόλη ζει και αναπτύσσεται χάρη στους ανθρώπους της. Στην καθημερινή τους δράση και το μόχθο τους. Χάρη στην πίστη τους πως μέσα στα όριά της, τα γεωγραφικά και τα συμβολικά, μπορούν να ανανεώνουν τους δεσμούς τους. Χάρη στο πείσμα τους να ανασκάπτουν τις θαμένες της αρετές και να τις μετατρέπουν σε καθημερινότητα και βίωμα πολιτισμού.
Κάποτε μιλάγαμε για τους εργάτες του χεριού και του πνεύματος. Παλεύαμε για την αναγνώριση του έργου τους και για τη θέση τους μαζί μας και όχι έξω από μας. Σήμερα η ανάδειξη από μια κοινωνία του πολιτισμού της και των δημιουργών του, είναι αυτονόητη πράξη για την ίδια της την επιβίωση. Ο λόγος αυτός φαίνεται δυσκολονόητος στις μέρες μας και όμως είναι τόσο απλός : τιμώντας τους δημιουργούς του πολιτισμού της ανανεώνει τις συνθήκες ύπαρξης και ανάπτυξής της.

Κλικ (Ρηγόπουλος μηχανή και βιβλία)

Δεν γνωρίζω αν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για μια τέτοια παρουσίαση. Όταν μου ζητήθηκε να το κάνω, εκτός από την τιμή να παρουσιάσω το έργο ενός τεχνίτη του πολιτισμού στην ίδια του την πόλη, αναλάμβανα και το ρίσκο μιας παρουσίασης για κάτι που ο ίδιος δεν είχα βιώσει σε όλες του τις διαστάσεις. Έπρεπε λοιπόν να συνθέσω μια εικόνα κάπως άγνωστη για μένα. Ίσως αυτό να γέμισε άγχος την προσπάθεια αναζήτησης στοιχείων εν αγνοία του τιμώμενου προσώπου, ίσως όμως να απάλλαξε και την ίδια την παρουσίαση από τη συναισθηματική φόρτιση που επιβάλουν οι γνώριμες καταστάσεις. Έτσι, ξεφεύγοντας συνειδητά από την ανάγνωση ενός βιογραφικού ημερολογίου, θέλησα να σας παρουσιάσω το έργο ως ένα κομμάτι της τοπικής ιστορίας, που δεν είναι άλλη από εκείνη των φωτισμένων όσο και καθημερινών ανθρώπων που τη δημιουργούν.

Ο Γιάννης Ρηγόπουλος είναι ένας από αυτούς τους τεχνίτες, που μετατρέπουν τα βιώματά μας σε πολιτισμό. Για τέχνη διάλεξε την ποίηση και για εργαλείο τις εκδόσεις, δίνοντας έτσι την ευκαιρία και σε άλλους να εκφραστούν και να συνδράμουν με την τέχνη τους την κοινή αναζήτηση όσων μας συνδέουν. Συνέδεσε τη δράση και το έργο του με τον τόπο του, το Άργος. Και αποφάσισε να καταγράψει αναζητήσεις και ανησυχίες με το λόγο.

Κλικ (Κι αυτός ο λόγος ο μικρός)

Είναι σαν χελιδόνι που καίει τα φτερά του στις ψαλμωδίες, αναστατώνοντας το εκκλησίασμα και γεμίζοντας δόξα τ’ αποσπάσματα των κυνηγών : ο λόγος ο μικρός που κάθε τόσο προσπαθώ να σου πω.
Είναι σαν μια ξεχασμένη βρύση στη ρεματιά της μνήμης που στάλα-στάλα προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό ένα τριαντάφυλλο που φύτρωσε από το αίμα προγόνων με μακριές γενιάδες και προγόνων με σαλεμένα μυαλά, που λέει η γιαγιά όπως της το’ πε η γιαγιά της, ότι κοιμηθήκανε με λάμιες και γεννηθήκανε οι κλέφτες και αρματολοί που κι απ’ το δικό τους αίμα πήρε το τριαντάφυλλο.

Γυρνώντας στην πόλη που μεγάλωσε, στο Άργος, μετά το τέλος των σπουδών στην ΑΣΟΕ, θ’ αφήσει γρήγορα πίσω του τα οικονομικά και μια δουλειά λογιστικής για να αφιερωθεί στην ποίηση και τις εκδόσεις. Η τροχιά του αυτή δεν είναι ανώδυνη ούτε και προκαθορισμένη. Στο πίσω μέρος της ορατής σε όλους μας σκηνής μια πάλη σκληρή πολλές φορές, με καθημερινά δαιμόνια, δημιουργεί περιστασιακές ρωγμές αλλά στο τέλος νικά η αποφασιστικότητα. Χρόνια μετά την πρώτη του αρχή θα μαρτυρήσει τούτην εδώ την αγωνία που θα του επιτρέψει όμως και πάλι το γυρισμό σε ποθητές αναζητήσεις.

Κλικ (Αργειακή γη Ο Βυθός)

Χρόνια
Το σώμα μου που έλειπε
Γύρευα στα μοιρολόγια και στις χαρτορίχτρες
Στήνοντας καρτέρι
Στα στοιχειά
Που με ρημάξανε νέο και ωραίο.

Χρόνια
Ασήμια μάζευα και πέτρες
Να ντύσω τις γοργόνες
Ξοδεύοντας φεγγάρια και οινοπνεύματα
Μ’ένα σκοπό λυπητερό.

Ώσπου μια νύχτα
Στο λιμάνι του μυαλού μου
Έβαλα φωτιά σ’όλα τα πειρατικά
Φαρμάκωσα θεούς και δαίμονες
Και είπα «εσύ σκιά μη φεύγεις».

Τώρα οι θεοί και οι δαίμονες
Είναι νεκροί
Και μόνο των ματιών σου ο βυθός
Με παγιδεύει καλώντας με
Στις σκοτεινές σπηλιές του κορμιού σου
Να βρω τον θησαυρό
Του κουτσού πειρατή.

Με την τέχνη του λόγου, τη μαστοριά της πλοκής του, τη χάρη της σύνθεσης, ο Γιάννης Ρηγόπουλος αναζητεί τα σημάδια που ορίζουν τον κόσμο μας. Τους δίνει σάρκα και οστά. Τα προσωποποιεί και τα επαναφέρει από τη συμβολική τους διάσταση, σε κλίμακες αναφοράς κοινές σε όλους.


Κλικ (Πέρασμα-Χιμαιροπλόκος)

Πνίξαν τον τόπο τα χορτάρια κι’ όμως
Εκεί που ο άνθρωπος εδιάβει
Έμεινε χαραγμένος ένας δρόμος…

Γυρνώντας τη ματιά του στον άνθρωπο, στο διπλανό της γειτονιάς και στον περαστικό της μιας ματιάς, της βιαστικής και της τυχαίας από το άνοιγμα του παραθύρου του, συλλαμβάνει χαρακτηριστικά και τα αποτυπώνει με τρόπους διάφορους του λόγου. Είτε οργανωμένη είτε τυχαία, είναι ματιά που του επιτρέπει να συνδυάσει χώρους χρόνους και χαρακτηριστικά περνώντας από το φαντασιακό ευθεία στη δική μας καθημερινότητα. Για μας που είμαστε οι ίδιοι.

Κλικ (Μεσάνυκτα – ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ)

Όλη τη μέρα
Δεν μπόρεσες να καταλάβης
Εκείνο που σου έλεγα.
Τώρα που νύχτωσε
Τι ωφελούν τα λόγια;
Ήταν τόσο απλό!

Μέσα από αυτή την καθημερινότητα ο Γιάννης Ρηγόπουλος καταγράφει γεγονότα, σχέσεις, πρόσωπα και χαρακτήρες που τείνουν να γίνουν κυρίαρχα στην κοινωνία μας. Είναι η άλλη όψη του λόγου που χρησιμοποιεί. Νυστέρι για την αποκάλυψη μιας νέας κοινωνικής αξίας : της απαξίωσης των αξιών.

Κλικ (Φωτογραφία – Είναι κάτι καράβια)

Δηλαδή συνέβη έτσι : Παραμονή Πρωτοχρονιάς μεσημέρι. Είχα κλειδώσει το βιβλιοπωλείο και στο πεζοδρόμιο στάθηκα να σηκώσω το γιακά του τριμμένου μου μαύρου σακακιού. Χιόνιζε του κερατά!
Η Μερσεντές σταμάτησε, άνοιξε η πόρτα :
«Έμπα, ρε φιλάρα, μην κοκαλώσεις».
Ο Φώτης ύστερα από είκοσι δυο χρόνια. Ασπρουλιάρης, με αραιά μαλλιά και νυσταγμένο βλέμμα.
«Δεν πας σπίτι. Θα κεράσω.»
Νέα Κίος. Τζαμαρία. Έξω χιονόνερο. Μέσα ούζο και ο Φώτης. Με τον Παπαδόπουλο, τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου, τώρα με τον Μητσοτάκη. Εισαγωγαί – Εξαξωγαί. Δημόσια έργα, νυχτερινά κέντρα και μασάζ.
Προσπαθεί να βγάλει από τα δόντια του ένα κρεατάκι και φτύνει.
«Όχι και άσκημα. Και ξέρεις ποιον έχω λογιστή; Τον καθηγητή μας ρε, τον Παπακορδόπουλο, που μου ‘λεγε εσένα σε βλέπω στη φυλακή. Έχει πάρει σύνταξη.»
Ο Φώτης! Σιγά τα γράμματα!
«Εσύ; Αστέρι έτσι; Σ’ έχω στη φωτογραφία που βγάλαμε η τρίτη Οικονομικού. Σε δείχνω στην κυρά καμιά φορά. Ο Πρώτος, της λέω Αστέρι.»
Μ’αφήνει στο πάρκο. Μέσα από το σακάκι μου σφίγγω Το Μέλλον διαρκεί πολύ του Αλτουσέρ που ‘χω πάρει για να κάνω ρεβεγιόν. Χιονόνερο.
Σκέφτομαι να βγάλω μια φωτογραφία. Μόνος.

Κλικ (συναντήσεις 1-2)

Όμως ο ποιητικός λόγος δεν επαρκεί. Για να απαντήσει στις ανησυχίες του χρειάζεται να ξαναβγεί μπροστά στη σκηνή. Χρειάζεται να μοιραστεί τα είναι και τα γιατί, τα πως και τα διότι με τους υπόλοιπους. Με όλους εκείνους που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες και είναι πολλοί. Είναι η αρχή του «Κύκλου της Αναγέννησης» Η πόλη αποκτά ακόμα ένα σημαντικό στέκι, μια ακόμα σελίδα στην ιστορία της. Δεκάδες συναντήσεις και σημαντικές παρουσιάσεις βιβλίων και ανθρώπων του πνεύματος. Εκθέσεις ζωγραφικής και διακίνηση ιδεών. Συζητήσεις, πολλές φορές ατέρμονες για την τέχνη, το βιβλίο, την πολιτική, την καθημερινότητα.

Κλικ (βιβλιοπαρουσιάσεις)

Η «Αναγέννηση» θα σταθεί ένα πραγματικό στέκι. Οι παλιοί θα καταθέτουν εκεί τη σεβαστή τους άποψη. Οι νέοι θα οργανώνουν τις παραστάσεις τους και ο «Κύκλος» θα οργανώνεται.
Τ. Μαύρος, Σαντορινιός, Μήλιας, Κατούνας, Ζάχος, Κατσαούνης, Μαλτέζος, Δωροβίνης και άλλοι θα αποτελέσουν τον πρώτο κύκλο της «ΑΝΑΓΈΝΝΗΣΗΣ». Στη συνάντηση θα συμμετάσχουν αργότερα δραστήρια μέλη της τοπικής κοινωνίας όπως ο Κ. δανούσης, Μπαρδάκος, Καραμάνος, Γ. Σαρρής, Ζαβίτσας, Ηλιοπούλου, Κουμαδωράκης και πολλοί άλλοι. Ο «Ελλέβορος» θα φιλοξενήσει στις σελίδες του έρευνες, αναλύσεις και απόψεις που θα βοηθήσουν σε σημαντικό βαθμό στην ανάγνωση και ανακάλυψη άγνωστων πλευρών της τοπικής ιστορίας. Με τις ομώνυμες εκδόσεις θα δει το φως της δημοσιότητας το έργο των καλύτερων εκπροσώπων των γραμμάτων και των τεχνών της Αργολίδας.

Κλικ (παρουσιάσεις)

Η εφημερίδα «Αναγέννηση» θα μετατραπεί από καθημερινή παναργολική εφημερίδα σε μηνιαίο περιοδικό που επίσης θα φιλοξενήσει στις σελίδες του αναλύσεις, μελέτες, απόψεις, για την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Για τα καθημερινά της πόλης και τις επιστημονικές αναζητήσεις, τα παιδαγωγικά και τις πολιτικές, τα κόμματα, τις εκλογές, τους τοπικούς μας άρχοντες, μια πλούσια ύλη που επιτρέπει ακόμα και σήμερα μια σημαντική παρουσία στον τοπικό και περιφερειακό έντυπο τύπο.

Κλικ (τελικό ποίημα)

Η σημερινή βραδιά είναι ξεχωριστή γιατί η πόλη του Άργους βραβεύει έναν τεχνίτη του πολιτισμού της, αλλά και γιατί ο ίδιος επιστρέφει τιμώντας την πόλη του με μια ανέκδοτη ποιητική συλλογή. Συμβολίζοντας και πάλι την επιστροφή αυτή μ’ένα λόγο που μοιάζει :

«…σαν μια ξεχασμένη βρύση στη ρεματιά της μνήμης που προσπαθεί να μη στερέψει : ο λόγος ο μικρός που κάθε τόσο προσπαθώ να σου πω.

Είναι σαν καράβια στοιχειωμένα όπου οι ναυτικοί τους που στα ίδια θρανία εκαθίσαμε, χωρίς ήχο και χωρίς σκιά δεν ξέρουν που τα φυλαγμένα σεντούκια μυστικά να ξεφορτώσουν : ο λόγος ο μικρός που κάθε τόσο προσπαθώ να σου πω.

Κι είναι κι ο καημός που σφιχτά δεμένος σε σάπιες κολόνες ακούω τις Σειρήνες και να τις ακολουθήσω δεν μπορώ για να χαθώ μαζί τους»

Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2006

Τ' ΑΗΔΟΝΙΑ

T’ αηδόνια


Εγώ, ο Ιωάννης της ακινησίας, κάθε που πιάνει φθινόπωρο μαζεύω στιχάκια από τους φίλους που γυρνούν από τα νησιά. Φέτος τραυματισμένα και μισά. Κάτι σαν «…παιδιά καημένα γιατί ‘στε λερωμένα» ή «σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα ταπεινά».
Για να βρω τη συνέχεια μου ξαναγυρνώ στις παλιές φυλλάδες. Είναι όμως εκείνος ο πίθηκος του σήμερα που κάνει τις πληγές μου να αιμορραγούν. «Στο σφυρί τριάντα έξι νησιά του Αργοσαρωνικού και του Αργολικού κόλπου». Αρχίζουμε λοιπόν να πουλάμε και τη γη μας; Και τι θα μας δένει πιά με τον Μεγαλέξαντρο, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον Παναγή Κουταλιανό;
Οι πουλητάδες δεν έχουν αναστολές. Αυτοί ούτε μια σταγόνα αίμα δεν έχυσαν για να φυτρώσει το δέντρο που πάνω του κρέμεται η τρισχιλιετής ιστορία μας. Και πώς να αντισταθούμε έτσι λιγνοί που γίναμε από την αδιαφορία;
Και έρχομαι τώρα πιο κοντά. Θα αξιοποιηθεί, λένε, ο ΒΑΛΤΟΣ. Ένας σύγχρονος παραμυθάς μου το ‘χε πει: «Όταν ακούς αξιοποίηση, σημαίνει πως κάποιοι θα φάνε λεφτά.» Έλα! Σημαίνει ότι όπου δέντρο τσιμεντοκολόνα, όπου πουλί τρανζιστοράκι, όπου νερά φαρμάκι.
Οι πουλητάδες, όμως, ούτε καρδιά ούτε ψυχή έχουνε. Πλαστικά σφουγγάρια στο στήθος και βρόμικα άντερα έχουνε.
Πριν δυο χρόνια πήγα μεσάνυχτα στο ΒΑΛΤΟ ν’ ακούσω τα’ αηδόνια. Σφύριζα έναν καημό εγώ, γλυκοκελαδούσαν εκείνα. Άρχισε ένας ανταγωνισμός.
«Θα τα τρελάνω», είπα.
Και με τρελάνανε.
Φοβάμαι πως σε λίγο καιρό δεν θα μπορούμε να τρελαθούμε από το κελάδημα των αηδονιών. Όλοι «φυσιολογικοί», σπιτούχοι βολεμένοι, θα περνάμε τη ζωή μας αλλάζοντας τα φύλλα του ημεροδείχτη.
….Γράφω δυο μέρες πριν από την Πανσέληνο. Με την αγωνία μου να αιμορραγεί.
Γράφω γραφές και γράμματα.
«Που χαθήκαν τόσοι φίλοι;
Κι αρχινώ τα κλάματα…»
24.9.1991

Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006

ΜΗΝΥΜΑ ΕΙΣ ΕΝΟΙΚΟΥΝΤΑΣ

ΜΗΝΥΜΑ ΕΙΣ ΕΝΟΙΚΟΥΝΤΑΣ

Έρχονται την νύχτα ανάλαφροι, όπως ανάλαφροι είναι οι άγγελοι. Κλείνουν τα λογιστικά βιβλία, σταματούν τον χρόνο και τις παλιές παραβολές αρχίζουν.

Το πρωί καρφώνω σημαιάκια στους δρόμους μη χαθώ και στέλνω γραφές στους ενοικούντες στα ερείπια των πρώτων οραμάτων.
Γραφές που ενίοτε γυρίζουν πίσω: «Μετώκησε χωρίς ν’ αφήσει διεύθυνση». Κι ακόμα πιο τραγικά: «Απεβίωσε λυπημένος». Στους άλλους δεν γράφω. Λέω, όσους έφτιαξαν ένα σπιτάκι και είπαν «καλά είμαι εδώ».
Φοβάμαι μήπως πουν πως έμεινα πίσω, αδιόρθωτος, και δεν βλέπω πόσο τα πράγματα έχουν αλλάξει. Έχουν αλλάξει; Εγώ όταν κάνει κρύο, κρυώνω. Όταν κάνει ζέστη, ζεσταίνομαι. Κλαίω, όταν βλέπω να σκοτώνουν τους ανυπεράσπιστους και εξεγείρομαι , όταν με κοιτάζουν τα τεράστια μάτια των πεινασμένων παιδιών. Έχουν αλλάξει τα πράγματα επειδή κάποιοι βολευτήκαμε;
Σ’ αυτούς δε γράφω. Μέχρι να με ξεχάσουν.
Σ’ όσους όμως μένουν χωρίς να φθείρονται στέλνω μποτίλιες με μηνύματα καλώντας τις αρχαίες φωνές να υψωθούν «αρνιόμαστε να γίνουμε τροφή για τα σκουλήκια» να πουν.

Είναι που έρχονται τις νύχτες ανάλαφροι και μαζί τους έρχεται και ο Αντόνιο, αυτός ο ραχιτικός πρόγονος μου από τη Σαρδηνία…

Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΠΕΘΑΝΤΟΔ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΠΕΘΑΝΤΟΣ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Ήταν μέρες τώρα που κάθε πρωί στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και παρατηρούσε τον κόσμο που έμπαινε με άδεια χέρια, τον κόσμο που έβγαινε φορτωμένος δέματα και σακούλες, και αναρωτιόταν πως νάναι εκεί μέσα, στο πρώην σινεμά ΤΙΤΑΝΙΑ και νυν Σούπερ Μάρκετ Η ΕΛΑΦΟΣ. Κι όλο έλεγε να μπει κι αυτός, κι όλο έβρισκε δικαιολογία τα τριμμένα και ξηλωμένα του ρούχα και τ’ ανέβαλε.
Παρασκευή σήμερα, στην τσέπη η σύνταξη, δραχμές τριάντα τέσσερις χιλιάδες, τ’ αποφάσισε.
Βήμα σταθερό, όρθιο το κορμί του Ασημάκη. Στην είσοδο όλο καθρέφτες. Κοιτάχτηκε. Έφτιανε το καπέλο του, ίσιωσε τους γιακάδες του, σήκωσε λίγο τα παντελόνια του, καλώς, προχώρησε.
Παναγιά μου! Αυτό δεν είναι μαγαζί! Υπουργείο Αφθονίας είναι! Ψωμιά σε ζελατίνα, θαλασσινά με παγάκια σε βιτρίνες, κοτόπουλα, κρεατικά όλα τα είδη, ακόμα και αγριογούρουνα, κυνήγια,σαλάτες σε πλαστικά κουτάκια, σούπες σε κύβους, φασολάκια, ντομάτες, μπάμιες. ΟΛΗ Η ΦΥΣΗ σε κονσέρβες. Άρχισε να ζαλίζεται προχωρώντας αργά και πέφτοντας πάνω σε άλλους ανθρώπους. Ποτά , από κρασί μέχρι βότκα, αναψυκτικά, κόλες-κόλες-χοντροκώλες. Σιρόπια για να προκαλούν εμετούς, όταν έχεις φουσκώσει από το πολύ φαΐ, ξεφουσκωτικά, σπρέι.
Χάζευε, χάζευε. Είδη νοικοκυράς, θαλάσσης, βουνού, αέρα, άστα, δεν πάει προς αυτή τη μεριά. Σχολικά, τετράδια, μολύβια, βιβλία, εδώ θα σταθεί μια στιγμή. Παλιά πληγή που αιμορραγεί. Ανακατεύει. Η Λοέλα, Τα τρία κατσικάκια, Τα ψηλά βουνά, Που έκανε λάθος ο Μαρξ, Sas, Ο Μπελογιάννης, Η Λυγερή. Και αυτή η φυλλάδα; Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΠΕΘΑΝΤΟΣ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ. Χαμογέλασε. Ο Ασημάκης Κωτσαρίδας, ο επονομαζόμενος και καπετάν Απέθαντος χαμογέλασε. Χαλάλι οι αγώνες! Χαλάλι η σύνταξη της πείνας! Αφού ο κόσμος έχει απ’ όλα τα καλά, χαλάλι!
Ένας ατσαλάκωτος υπάλληλος τον πλησίασε. Έσκυψε και με τρόπο: «Έλα, στρίβε τώρα», του είπε, «μας χαλάς τη μόστρα»
Ο Ασημάκης συνέφερε: «Ήρθα να πάρω…»
«Μαύρο χαβιάρι, ο κύριος:» ειρωνεύτηκε ο υπάλληλος.
«Όχι, όχι, εγώ σαρδέλες παστές ήρθα ν’ αγοράσω μόνο, αν έχετε.»

Τρίτη, Ιουλίου 11, 2006

ΞΥΔΙ ΚΑΙ ΝΕΡΟ

ΞΥΔΙ ΚΑΙ ΝΕΡΟ

Στην κορυφή της σκάλας
στέκεσαι και αγναντεύεις τη θάλασσα
Στο πρώτο σκαλοπάτι πεσμένος
προσπαθεί να κουνήσει τα φτερά του:
Άγγελος είναι λαβωμένος.
Δεν τον κοιτάς.
Ο δικός σου άγγελος περιμένεις νάρθει από τα νερά.

Ο λαβωμένος θέλει να σου πει μια ιστορία
πούχει να κάνει με την αγάπη
με τη θάλασσα
και τα μαχαίρια.
Θέλει να σου πει πως τον βρήκαν απροστάτευτο
από τη δική σου απαντοχή
και τούσπασαν τα φτερά.
Ελεύθερη νάσαι πια
Να μην τον καρτερείς γιατί δεν θάρθει.

Όμως όπως εκείνα τα πουλιά
που έχουν δεχτεί τα βόλια
και σέρνονται στους θάμνους ή τα πεζοδρόμια
ήρθε στο πρώτο σκαλί σου κι έπεσε.

Είναι αυτός που καρτερούσες.
Ξέπλυνε τον με ξύδι
και ράντισε τον με αρμύρα.

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006

ΤΑ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ

3


Αυτό που δεν γεννήθηκε
με ένα μάρμαρο τρεις παλάμες
είναι σκεπασμένο.
Μια γυναίκα που θα μείνει στέρφα
έρχεται τα μεσημέρια
και αφήνει κόμπο ένα δάκρυ.
Να ποτίσει τι;
Ο ίσκιος του είναι πεθαμένος.


4.

Αγαπημένη,
σε περιμένω στη μαύρη νύχτα
να διαλέξεις το κοινό μνήμα
που θα ενώσει τα πεθαμένα φιλιά μας.
Εσύ που πάντα ξεπερνούσες τις πίκρες
και το θάνατο
γυμνό κόκαλο τον λογάριαζες
που έσπαζε όλα τα στιλέτα



5

Καθισμένος σ’ έναν άγνωστο τάφο
περιμένει να βγει το φεγγάρι.
Είναι μέρες
που τον πλημμύρισαι η σκέψη
πως κρύβεσαι στα βουνά,
στις κοιλάδες του.
Οι μάγοι, οι προφήτες και οι ποιητές
δεν έχουν κάνει λόγο
για κοιμητήρια στο φεγγάρι.
Μόνο για σκοτεινές πεδιάδες
που κρύβουν μυστικά.
Αν είσαι ψηλά θα σε βρει
και θάρθει κοντά σου.
Γιατί τόσο σ’ αγάπησε
και τόσο περιμένει.
Κι ακόμα δεν μπορεί
τον θάνατο να αποδεχθεί
σαν χωρισμό.

ΤΑ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ

1

Σε ψάχνω στα κοιμητήρια
Μα στις μαρμάρινες πλάκες
Δε βρίσκω τ’ όνομα σου.
Δε βρίσκω το σταυρό.
Ώσπου ένας γέρος φύλακας μου είπε:
Εκείνους που αγαπάμε
Τους έχουμε στην καρδιά μας.
Μη ψάχνεις στα σκοτάδια.
Σε βρίσκω τυπωμένη με σίδερο
Πάνω στο στήθος μου.
Τη μορφή σου και τ’ όνομά σου.
Γιατί έφυγες;
Σε ποιους αγρούς έγινες λουλούδι;


2

Κάθε πρωί που περνούσα με το λεωφορείο της δουλειάς
τον έβλεπα μπροστά στην πόρτα του κοιμητηρίου
με ένα ματσάκι κατιφέδες
κι όταν έβρεχε με μια μαύρη ομπρέλα.
Πάνε μέρες όμως που έχει χαθεί.
Κι ένα πρωί που ουρανός και γη είχαν σμίξει
ο άγριος άνεμος
έφερε μια μαύρη ομπρέλα
κυλώντας
στη μέση του δρόμου.

ΤΟ ΝΤΕΦΙ

ΤΟ ΝΤΕΦΙ

Πάνω σε φορείο θα σε κουβαλάνε
στις γιορτές και τα πανηγύρια
να βγάζεις λόγους σαν αρχαίος προφήτης.
Σαν ποιητής να μιλάς
για όσα αγαπήσαμε
πριν πάψουμε να είμαστε παιδιά.
Τους φονιάδες να δικάζεις
για όλα τα κομμένα πόδια,
τα κομμένα χέρια, τα βγαλμένα μάτια,
τους άταφους νεκρούς
των βομβαρδισμών.
Βασιλιά που σ’ έχουνε ανακηρύξει
των πεινασμένων και των συμφοριασμένων.
Κι ενώ το πλήθος θα ουρλιάζει
μεθυσμένο από ελπίδα
και συ θα καπνίζεις
ένα τσιγάρο σέρτικο
να πάρεις μια ανάσα για τη συνέχεια
τ’ αφεντικά θα μετράνε τα τάληρα
που μάζεψε το ντέφι.