Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2006

ΛΗ

Ο ΒΥΘΟΣ

Χρόνια
το σώμα μου που έλλειπε
γύρευα στα μοιριολόγια και στις χαρτορίχτρες
στήνοντας καρτέρι
στα στοιχειά
που με ρημάξανε νέο και ωραίο.

Χρόνια
ασήμια μάζευα και πέτρες
να ντύσω τις γοργόνες
ξοδεύοντας φεγγάρια και οινοπνεύματα
μ’ ένα σκοπό λυπητερό.

Ώσπου μια νύχτα
στο λιμάνι του μυαλού μου
έβαλα φωτιά σ’ όλα τα πειρατικά
φαρμάκωσα θεούς και δαίμονες
και είπα «εσύ σκιά μη φεύγεις».

Τώρα οι θεοί και οι δαίμονες
είναι νεκροί
και μόνο των ματιών σου ο βυθός
με παγιδεύει
καλώντας με
στις σκοτεινές σπηλιές του κορμιού σου
να βρω τον θησαυρό
του κουτσού πειρατή.





















ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ

Πια δεν είσαι η σκιά
που χρόνια τα βράδυα
ερχότανε
αθόρυβα στην κάμαρά μου
και μούλεγε παραμύθια


Τώρα χτυπάς την πόρτα και σ’ ανοίγω
ανασαίνω το άρωμα σου
στη ζεστή σου σάρκα διαλύομαι.

Άντρας είμαι
πολεμιστής.



































Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ

Ο τόπος μου έχει πορτοκαλιές
έχει πουλιά.

Ο γερό δάσκαλος μου
τάιζε παγώνια
γύριζε τον κόσμο με λιβάνια
και έκαιγε ξερά χόρτα.

Χρόνια της απαντοχής.

Τα γράμματα δεν τάμαθα καλά
ξόβεργες στήνω
γυρίζω με δαυλί
και καίω τις καλύβες.

Χρόνια της ταραχής.

Ο τόπος μου μια πυρκαγιά
με καίει.





























ΗΜΙΤΕΛΕΣ

Το ποιήμα μισό τελειωμένο τ’ αφήνω
για ν’ αγκαλιάσω το κορμί σου.

Αύριο σοφοί και ρήτορες
θα μιλούν για το ημιτελές αριστούργημα
και τι ήθελε να πει ο ποιητής
με το « αιδοίλη».









































ΛΑΜΙΑ

Θάθελα νάμαι στο πανηγύρι της Αγίας Κυριακής.
Στα θέατρα που παίζουν οι φίλοι μου στις παραλίες.

Όμως οι όρκοι στον καθημερινό μου θάνατο
στα σκοτεινά δρομάκια με ωθούν
μιας πόλης λάμιας
να συγκεντρώνω τ’ αποτσίγαρα
να λιώνω στο αίμα των μπεκρήδων.








































ΤΑΞΙΔΙ

Οι φίλοι θα γυρίσουν από τα νησιά
θα πουν τις ιστορίες τους πίνοντας μπύρες
και κάνοντας χοντρά αστεία
για το πως
η Γερμανίδα του καλοκαιριού
τον έπαιρνε στο στόμα
Δεν θα ’μαι εγώ
το λιμασμένο ακροατήριο.

Με το καϊκι που έφτιαξαν
οι πεθαμένοι ποιητές για μένα
αρμενίζω μέσα στα μάτια της
από το κορμί της τρυγάω το μέλι
που χρόνια φτιάχνουν οι προφήτες
τα όμορφα λόγια τραγουδάω
όταν η κούραση μας δένει σε στεριά.

Έσκισα όλους τους χάρτες
και ταξιδεύω.





























ΕΠΙΛΟΓΗ

Κυριακή απόγευμα και βρέχει.
Μην με ξεχνάς ούτε σαν σκέψη.

Μόνο αγάπα με
ή σκότωσε με.

Σου έχω δώσει
και την καρδιά
και το μαχαίρι.







































ΒΡΕΧΕΙ

Βρέχει
όπως σ’ εκείνα τα ποιήματα
που μου αρέσανε.

Κάπου μακριά μου
διαβάζεις τους νόμους και τις λογικές.

Σε σιωπή θα σε τυλίξω
τώρα που μπαίνει το Φθινόπωρο
και ωριμάζουν οι πορτοκαλιές.






































ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ

Να βρω την λέξη
που αν εκραγεί
θα μοσχοβολήσει η νύχτα
το σπέρμα των ερώτων μας.

Τη λέξη
που θα μπεί στα λεξικά
όπως μητέρα, γυναίκα, ουρανός
ή ακόμα αιδοίο, μήτρα, θάλασσα.







































Η ΦΩΤΙΑ

Τρέμει το κορμί μου
καθώς η νύχτα ανοίγει
και έρχεσαι.
Πάλι τα μυστικά μας
θα φανερωθούνε
καθώς τα χέρια μας
θα αναζητούν τα μονοπάτια
του παραδείσου
μες στη φωτιά που μας ενώνει.







































ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ

Σε φυλακίζω μέσα σε μια ακινησία
γεμάτη αρχαίες πληγές.

Άντρας μαζί και σύννεφο
που επιμένει
να μη γονατίσει
μη την ήττα αποδεχόμενος.
Μέσα στα αίματα βουτηγμένος
κάνει το στερνό βήμα
προς ΣΕ
που θα του βγάλεις τα καρφιά
από τα φτερά του
και θα σε ελευθερώσει.

Με κραυγές αγάπης και ύμνους
θα ξεκινήσουμε
το ατέλειωτο ταξίδι
που μας απομένει.

Άντρας μαζί και σύννεφο
και νυχτερινός καβαλάρης
στις πεδιάδες του κορμιού σου.


























ΤΟΠΙΟ

Το σπέρμα της υπομονής
στα στήθια σου
φτιάχνει ρυάκια
φτιάχνει λίμνες.












































ΥΓΡΟΣ ΥΔΡΩΤΑΣ

Πως θα φύγεις;
Το άρωμα σου ακίνητο
στο δωμάτιο
και ο ιδρώτας σου
υγρός ακόμα στα σεντόνια.











































ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Έλα
έχω βατόμουρα να σε ταϊσω
και το υπόλοιπο
του ρημαγμένου μου κορμιού.












































ΟΙ ΣΦΕΝΤΟΝΕΣ

Κορμί Κέδρος
να κρεμαστώ επάνω του
και ας με σημαδεύουν
τα παιδιά
με τις σφεντόνες τους.











































ΗΔΟΝΙΚΟ

Δεν είναι μια νύχτα.
Είναι η ζωή ολόκληρη
όταν τα σώματα σπαράζουν
από ηδονή
και οι ματιές αναρωτιούνται
που ταξιδεύαμε τόσα χρόνια
κι αργήσαμε να συναντηθούμε
τόσο...








































Η ΝΥΧΤΑ

Τι άλλο πια να καρτερείς από τη νύχτα.

Γυναίκες μεθυσμένες
ξερνούν την πίκρα τους
επάνω στα λερά σεντόνια.

Τις πληγές σου να σταματήσεις δεν μπορείς
με οινοπνεύματα
και έρωτες καρκινικούς.

Πολύ πριν απ’ το θάνατο
πεθαίνεις
ξεχασμένος.

Τι άλλο πια να καρτερείς από τη νύχτα
που σαν τελευταίο καταφύγιο
πάντα την ευλογούσες;































ΜΑΥΡΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

Στρατιώτης
με κομμένα χέρια
από ένα πόλεμο
που δεν έγινε.
Με το βλέμμα άδειο
από τα ηρεμιστικά
και τις συμβουλές
τις άδειες
και τις βεβαιώσεις.

Σ’ ένα δάσος βαθύ
ψάχνεις τη νύχτα ανάσες
και δρόμους που επιστρέφουν.

Το φεγγάρι καθρέφτης
με μαύρο σκύλο
όπως στα παραμύθια
και στις διαφημίσεις.






























ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Πόσες μέρες που έχεις φύγει
και το άρωμα σου μένει στην κάμαρα μου
σαν κίνδυνος για την αυριανή μου μοναξιά.
Το κορμί μου λαβωμένο
απ’ την αρρώστια και το οινόπνευμα
στα λερά σεντόνια τυραννιέται.
Μια στάλα περηφάνιας
πούχει μείνει στις λέξεις που ερωτεύτηκα
με κρατάει να μην κλάψω
θυμηθείτε με.
Έτσι κι αλλιώς
το ξοδεμένο σπέρμα με το άρωμα σου
θα γίνουν δηλητήριο
που θα με πνίξει.


































ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ

Μένει το άρωμα του κορμιού σου.
Τώρα που ταξιδεύεις
μετράω το μήκος της νύχτας
που σε κρατούσα αγκαλιά:
Ως την αιωνιότητα
και από την αλήθεια
ως την αλήθεια.









































O AΡΚΟΥΔΙΑΡΗΣ

Έκλεψα το χαμόγελο σου
που ήταν για μένα
μια βραδυά που η μποτίλια είχε αδειάσει
και τραγουδούσα
«κιτρολεμονιά και ματζουράνα μου»

Και από τότε
μεταμφιεσμένος αρκουδιάρης
στα πανηγύρια του κάμπου
λεω ιστορίες αγάπης
για ένα τάλιρο.

Όταν ματώνουν οι πληγές μου
κρύβομαι στις πορτοκαλιές
μαζεύοντας το αίμα στο δισάκι.

Μη μάθει κανένας
από που έρχομαι και που πηγαίνω.

Την ιστορία του χαμόγελου
δεν την πουλώ.



























Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Κορμί σίδερο και σκουριά
το πήραν οι αγγέλοι
να το κάνουν μυστικό ευαγγέλιο.

Χρόνια σαν πριν
πάλι
καρτεράει
να βγει απ’ την πέτρα
ένας προδότης άγγελος.

Ψεύτης κι αυτός
με όμορφα μάτια
και χρυσό δάκρυ.



































ΑΠΟΥΣΙΑ

Ψιλή βροχή
μου ραγίζει τα κόκαλα.

Η ματιά σου
φευγάτη.











































ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ

Οι δρόμοι
ανοιχτές φλέβες
και τον σέρνει η μνήμη.
Αίματα
και λυπημένα τραγούδια.
Ποιος θα τον κρατήσει
άλογο με σπασμένα γκέμια
προς τον θάνατο
που καλπάζει;







































ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τώρα ψάχνει τα πουλιά στους βάλτους
που τα βάφτιζε με τ’ όνομά σου.
Άγγελος ματωμένος…

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα