Η ΠΕΡΔΙΚΑ
Ψηλό-λιγνός καλόγερος
το ράσο του βουτούσε
σ΄ ένα ρυάκι ασθενικό
την κάπνα για να διώξει.
Με τη φωτιά τα έβαλε
με το βοριά τα βάζει
που καίγαν τα φτωχά χωριά
μέρες εφτά και νύχτες.
Μ΄ ένα φλασκί χωρίς νερό
Μ΄ ένα σταυρό από πεύκο.
Την ήττα του κουβάλησε
στην πέτρα για να κάτσει
με στερεμένο βλέφαρο
και με φωνή χαμένη.
Ο ήλιος βγαίνει από νωρίς
και το κορμί του ανάβει
και βλέπεις πα στο στήθος του
μια πέρδικα φευγάτη.