Τζίνα Μουκριώτη: "Του Έρωτα και του Πηλού"

«Του έρωτα και του πηλού» είναι το πρώτο βιβλίο της Τζίνας Μουκριώτη που γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το χημικό τμήμα της σχολής θετικών επιστημών του ΑΠΘ. Είναι μητέρα ενός παιδιού και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Τον τελευταίο καιρό ζει στο Αίγιο.
«Έλα να σου δείξω
του φθινοπώρου τις παράγκες
ξεθωριασμένων μυρμηγκιών.
Σφιχτά θα σου κρατώ το χέρι
βήμα με βήμα σταθερά
ή θα γλιστρούμε ανάλαφρα
μες σε βροχή από μαύρο χώμα.
Και σαν τα λόγια θα βραδιάζουν
θα σου ΄χω άστρο την καρδιά
και φεγγαρόλουσμα από λέξεις……»
«Οι παράγκες»
«Θα μασούσαμε μαζί πικραμύγδαλο
σε παράθυρο ανοικτό στο πέλαγο.
Γιατί περιμέναμε να χιονίζει γιορτές
με τους ανέμους ν΄ αποκοιμιούνται
κρεμασμένοι απ΄ το κατάρτι
δίπλα στο παγωμένο του βορά φιλί…..»
«Έπρεπε να αρκεί»
Ο έρωτας αρχίζει πάντα με τρυφερότητα και μεγαλείο. Όμως η Κυριακή δεν είναι πάντα όμορφη,
«Ούτως ή άλλως
έχει μετάλλου γεύση η Κυριακή
και την αφή θανάτου
στους γυμνωμένους των χειλιών
τους λόφους…»
«Στο τέντωμα του χρόνου»
Η αγάπη που σε κατέχει, αφήνει την πίκρα όσο μεστώνει ο λογισμός
και η πείρα γίνεται πιο οδυνηρή. Και τα δάχτυλα περπατούν στο χαρτί
«Περπατούν στο χαρτί τα δάχτυλα
στο δρόμο
το χαρτόδρομο
Πηλός
τα χέρια-να πλάθουν
τα χέρια- είδωλα
ακατέργαστα
στο τζάμι και κάτω
το τσιμέντο»
«Στο χαρτόδρομο»
Ζητώντας να λιώσουν τα παγωμένα βήματα της απουσίας
«Να φορέσω ένα ψημένο καλοκαίρι
εγώ, γυναίκα του βόρειου χειμώνα
δεν είναι πως ήθελα
Μόνο να λιώσω τα παγωμένα βήματα
της απουσίας που τα χέρια βαραίνει
με του στήθους μου τη γύμνια….»
«Καλοκαίρι»
Όμως ο δαίμονας μέσα μας αγωνίζεται
«Νύχτες που σπάζει στα δυο το μελάνι
ώσπου να βρέξει αίμα απ΄ το φιλί,
έτσι το θέλω εσένα να θυμάμαι.
Γιατί η καρδιά μου κλείδωσε
Που πια ένα νόημα ίδιο έχει
αν βάλτος είσαι ή μια πηγή»
«Νύχτες»
«Που βαδίζεις αγαπημένε , εσύ
στο δειλινό της μνήμης;
……………………………........
Αγαπημένε, ω, εσύ…
τόσο μα τόσο ξοδεμένε…»
«Σ΄ αγαπώ»
Μένει από τον έρωτα μια φωνή
«Απόψε είμαι μια φωνή
κρυμμένη βαθιά στο λαρύγγι
και δυο βρόχινα μάτια
κρεμασμένα σε αγγελικά φτερά
που κόκκινα σταλάζουν
στα στεγνωμένα χείλη.»
«Απόψε…»
Πως θα απολογηθούμε για την ομορφιά που χάθηκε;
«Και δε διαθέτω ένα στοιχείο απολογίας
στο φιλί που στα χείλη ξεραίνεται
από πυρετό θανατηφόρο ερήμην λέξεων
καταδικάζοντας με για δεύτερη φορά
με καταθέσεις λειψές και παραποιημένες»
«Χωρίς απολογία»
Και όλο έλεγε να φύγει
«να φύγω, έλεγε
κι όλο έμενε εκεί
στου φεγγαριού το δώρο.
Μ΄ ανάσα γεμάτη νυχτοπούλια
Και του παραδείσου τα φτερά
Της καρδιάς χλωρή λαχτάρα»
«Οι βελόνες του παραδείσου»
Και εμείς;
«εμείς δεν γυρίσαμε ποτέ
αφού ποτέ δεν φύγαμε…»
«Έρημος νους»
Ποιήματα που θεματικά και τεχνοτροπικά ανήκουν στην εποχή μας, που πλάστηκαν σε πηλό με πρόσωπα μισό πραγματικά ή μισό φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή σε πολύ φως, από έναν τυχαίο ήχο που δεν ήθελε να βυθιστεί. Γίνεται μια ποιητική μετάπλαση της ερωτικής οδύνης. Πολλές φορές ο σπαραγμός αποκτά τραγικές διαστάσεις, η εφιαλτική πολλές φορές μοναξιά και ο κόσμος της σιωπής καταλήγουν στην τρομακτική κραυγή.
«Όνομα
Γυρέψτε Όνομα
Με Όνομα
Θάψτε
Τα φτερά
Σας»
«Εις το όνομα της λύτρωσης»
Βρέστε ένα όνομα για τη λύτρωση.