ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΗ
Ξημέρωμα
από το σπιτάκι του αγρού
τον βγάλαν στην αυλή
και τον μαχαίρωσαν.
Τρεις μαυροφόροι
πρώτα ξαδέρφια ειπώθηκε
της αγαπητικιάς του.
Με το αίμα του να τρέχει
στο χορτάρι
και την ψυχή του να λιγοστεύει
πρόλαβε κι άκουσε τα πουλιά.
Δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά
με σπαραγμό εκλαίγαν.
Σαν την τυφλή τη μάνα του
που καθισμένη δίπλα στη φωτιά
φώναζε τ΄ όνομά του:
Κωσταντή, που είσαι Κωσταντάκι;
4 σχόλια:
Μια κόρη ρόδα μάζευε κι ανθούς εκορφολόγα
κι ο Κωσταντής επέρναγε από λαγού κυνήγι
ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα
του δίδει...
Την καλημέρα μου
Γιατί δε γράφεις, Γιάννη; Έφτιαξες τόσο όμορφο το "σπιτάκι - μπλογκάκι" σου και τεμπελιάζεις;;; Α... θα σε μαλώσω!
Ξέρεις πάντα να αποτυπώνεις κάποια στιγμυότυπα πολύ ποιητικά,όσο θλιβερά & να ναι,όπως & δω.
Την καλημέρα μου φίλε Γιάννη!
Έφερες τον Κωσταντή κείνων των χρόνων ανάμεσά μας, ανάμεσα στα χασμουρητά των κακομαθημένων αστών.
ΥΓ Να είσαι καλά! Έλαβα το μήνυμά σου στο εργαστήρι μου. Προσπαθώ!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα