OΡΕΙΝΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ
Έτσι όπως έπεφτε η νύχτα και η ψυχή ήταν πικραμένη και το κορμί αδύναμο, έγειρε στην άκρη του ορεινού μονοπατιού και αποκοιμήθηκε.
Ήτανε, λέει, κόσμος πολύς μαζεμένος στην αυλή και κοίταζε με τρόμο τους πάνοπλους να έχουν βάλει ανάμεσα τους ένα λιγνό παλικάρι γυμνό από τη μέση και πάνω και να το παίρνουν.
Από την άκρη των χειλιών του ξεκινούσε ένα ρυάκι αίματος, που κατέβαινε στο λαιμό και στο άτριχο στήθος. Δεν αντιδρούσε. Το βλέμμα του χαμένο κάπου μακριά. Μύριζε η Πασχαλιά του 194… Αυτές οι μυρωδιές μ΄ έκαναν- έξι χρονών παιδί- να βγώ μέσα από το βουβό μέγα πλήθος, να πλησιάσω το παλικάρι και να του προτείνω το άσπρο λερό μαντήλι μου να σκουπίσει το αίμα.
Άρπαξε το χέρι μου ένας πάνοπλος και το έστριψε. Πως κάνει το κόκαλο όταν γίνεται θρύψαλα!...
Όσο ανάλαφρος κι αν ήταν περνώντας δίπλα του τον ξύπνησε.
«Για πού, παλικάρι;»
«Στου βράχου την κορφή για να προσευχηθώ.»
«Κάτω οι εκκλησίες είναι ανοιχτές. Κι εδώ ούτε καντήλια ούτε κεριά. Γιατί δεν είσαι εκεί;»
«Κόσμος πολύς κα με τρομάζει η ψεύτικη συντριβή τους μπροστά στο Μέγα Εσταυρωμένο.»
«Ψεύτικη;»
«Όταν καθημερινά ξεχνάμε τους Εσταυρωμένους δεν ξοφλάμε με μια Μεγάλη Παρασκευή. Κι είναι και οι σταυρωτήδες που κάνουν τις πιο βαθιές μετάνοιες. Φέτος τους δραπέτευσα. Δεν θα με περιφέρουν. Κι εσύ; Δραπέτης;»
Η νυχτερινή υγρασία διέτρεξε σαν μαχαιριά το σακάτικο χέρι μου.
Απρίλιος 1994
1 σχόλια:
Eκεί ψηλά στην κορφή του βράχου ακούγονται πιό καθαρά οι προσευχές, εξάλλου είναι και πιό καθαρές.
Φιλιά Γιάννη μου.
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα