Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2007

TΟ ΚΛΕΙΔΙ

Η μικρή αδερφή θα μούλεγε γελώντας
- Έλα να δεις, κάνει οχτάρια.

Δεν έδινε σημασία. Κάθε δέκα μέτρα σταμάταγε. Βλαστήμαγε τις γούβες του δρόμου που άλλαζαν το στυλ της ταραγμένης του ισορροπίας.
- Εδώ.
Η πόρτα ήταν πράσινη. Κορδώθηκε, έφτιαξε το γιακά του και άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του. Ένα πακέτο τσιγάρα έπεσαν στο δρόμο.
Έβγαλε το κλειδί. Πήρε φόρα και όρμησε στην κλειδαρότρυπα. Δεν πέτυχε τη σχισμή. Προσπάθησε πάλι. Πάλι δεν πέτυχε. Άρχισε να περιεργάζεται το κλειδί στο αρρωστιάρικο φως που έριχνε το ηλεκτρικό του Δήμου.
Ένα κοινό κλειδί, μικρό που να χωράει σε ένα κουτί σπίρτα, χρώμα κίτρινο σαν το κομπολόι του. Το περιεργαζόταν και το κλειδί μεγάλωνε, μεγάλωνε και ξαφνικά γινότανε κομμάτια. Δεκάδες μικρά κλειδιά που τα περνούσαν στις αλυσίδες τους οι συνάδελφοι του στη δουλειά. Οι σοβατζήδες στο απέναντι σπίτι και ο χαζός υπάλληλος του χασάπη.
Όρμησε πάλι στην κλειδαρότρυπα. Αυτή τη φορά ένα από τα κλειδιά μπήκε στη σχισμή. Ήταν το δικό του. Ανάπνευσε βαθιά. Είχε πλημμυρίσει στον ιδρώτα. Γύρισε το κλειδί και η πόρτα άνοιξε τρίζοντας.
Ένα φως άναψε στο βάθος του σπιτιού.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα