Ο ΑΛΛΟΣ
Ο ΑΛΛΟΣ
«Θα τον στριμώξω σε κανά στενό και θα τον ξεκοιλιάσω με το κατσαβίδι»
Ο άλλος άφησε το σαπούνι και άνοιξε το νερό.
Έτριψε τα χέρια του μεταξύ τους.
«Εγώ λέω να του τη καρφώσεις πίσω από το αυτί», είπε.
Ο «Μοβιλ 703» έξυσε το κούτελο του και το γέμισε μουτζούρες.
«Πίσω απ΄ το αυτί ε;» μουρμούρισε.
«Σα νάχεις δίκιο. Δεν είναι συνηθισμένο αλλά είναι πιο σίγουρο. Τον σκέφτεσαι να τρέχει στους δρόμους με το κατσαβίδι σφηνωμένο πίσω απ΄ τ΄ αυτί;
«Εγώ λέω νάχει κόκκινη λαβή»
«Όχι. Όχι κόκκινη. Δεν θα ξεχωρίζει από το αίμα. Καλύτερα πράσινη ή γαλάζια. Κάνε πιο κει να πλυθώ.»
Το πρώτο φως ήταν σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων. Μετά ήταν τα μπουρδέλα σε σειρά δίπλα στο δρόμο. Φωταγωγημένα. Στάθηκε στην άκρη του δρόμου και βάλθηκε με τη μύτη του παπουτσιού του να ξεριζώσει ένα χορτάρι. Το βαρέθηκε και το παράτησε.
Άναψε τσιγάρο.
Άκουσε φωνές από τα σπίτια.
«Εδώ δεν είναι εκκλησία τσόγλανε»
Πλησίασε.
Ένα λείψανο αρσενικό βγήκε από το πρώτο σπίτι ακούμπησε δίπλα στην πόρτα και άρχισε να ξερνάει.
Μπροστά στο δεύτερο σπίτι ήταν απλωμένα κάτι εσώρουχα και ένα αυτοκίνητο μαύρο σταματημένο.
Τα εσώρουχα της γυναίκας του ήταν μαύρα. Είσαι σίγουρος; Μήπως είναι ροζ; Ροζ;
Έσβησε με μανία το τσιγάρο στη χούφτα του.
Ξεβίδωσε την τάπα της βενζίνας του μαύρου αυτοκινήτου και κατούρησε μέσα στο ρεζαρβουάρ.
Άρπαξε μια ροζ κυλόττα και άρχισε να τρέχει. Να τρέχει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα