Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2008

ΜΙΚΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 2

Ταραγμένος απ΄ τις γυάλινες ματιές που στράφηκαν καταπάνω του, φωτισμένες απ΄ τα νυσταγμένα φανάρια, είπε ένα «γεια σας» και χώθηκε στο σοκολατένιο σκοτάδι του κήπου. Ήθελε να βγει έξω το γρηγορότερο, αλλά σκόνταφτε σε κλαδιά που είχαν σωριαστεί απ΄ την καταιγίδα και άλλαζε πορεία, χωνόταν σε κυκλικά μονοπάτια που δεν κατέληγαν πουθενά, επιχειρούσε να δοκιμάσει νέα περάσματα κι έπεφτε δε άλλα δύσβατα παρτέρια, στρωμένα σάπια φύλλα που ανάμεσα τους σέρνονταν ερπετά- έτσι του φάνηκε- ή ξεπετιόνταν βατράχια με θυμωμένα κοάσματα. Τελικά βγήκε σ΄ ένα ξέφωτο με ευκάλυπτους, που θρόιζαν παρηγορητικά.
Κόλλησε την πλάτη του στον κορμό ενός απ΄ αυτά τα γενναιόδωρα, πολύχρονα δέντρα κι έκλαψε πικρά. Τώρα μπορούσε να κλάψει ελεύθερα, ακόμα και για το τραγούδι του Τόνιο Κρέγκερ.
Έκλαιγε με αναφιλητά, απελευθερώνοντας από μέσα του καημούς και επιθυμίες που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια. Θρηνούσε προκαταβολικά για μια ζωή που δεν του είχε αποκαλυφθεί, έκλαιγε ενθουσιασμένος για τους καινούριους του ρόλους, για τον έρωτα που διάβρωνε βασανιστικά τα νεύρα και τους ιστούς του, για τους ανθρώπους του που απομακρύνονταν ώρα με την ώρα από κοντά του με δική του υπαιτιότητα. Μα δεν γινόταν αλλιώς.
«Δεν γίνεται αλλιώς…» βεβαίωνε ψιθυριστά τον εαυτό του.
Γιάννης Ξανθούλης «Του φιδιού το γάλα»


Αλήθεια όμως είναι πως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, της κάθε ιστορίας, δεν είμαστε ποτέ εμείς. Ούτε οι σημαντικοί ήρωες της. Παρά κελύφη είναι τα κορμιά μας, καρικατούρες άψυχες και μαριονέτες, κι αλλιώς ορίζονται τα πράγματα. Απ΄ αλλού. Μοίρα ή Θεό, δεν με ενδιαφέρει να το βρω. Όσο κι αν πάσχουμε και θρηνολογούμε, κανείς δεν μας δίνει σημασία. Και οι ίδιες οι ιστορίες μας μικρές είναι πολλές φορές κι ασήμαντες.
Όσοι έχουμε επιλεγεί να μετέχουμε σε κάθε ιστορία, απλώς κουβαλάμε τα πράγματα ως εδώ. Τα ξετυλίγουμε , κι αυτά ερήμην μας μετά κυλάνε.
Ανδρέας Μήτσου « Ο κύριος Επισκοπάκης»


Έκανε το γύρο του γραφείου του και κάθισε, αντιστάθηκε στον πειρασμό να κρύψει το πρόσωπό του στις παλάμες του και είπε τις τελευταίες λέξεις της εξήγησής του. «Η αγάπη δεν δικαιολογεί τα πάντα. Δεν δικαιολογεί τίποτα. Ήταν το χειρότερο και πιο διεστραμμένο κίνητρο για φόνο που έχω γνωρίσει ποτέ- και εννοώ διεστραμμένο με την παλιά, σωστή έννοια, Ντέιμον. Αυτό είναι τελικά το κακό. Μην ψάχνετε αλλού».
Ρουθ Ρέντελ «Πικρό τέλος»


Έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα, έφερε ένα τσιγάρο στο στόμα και το άναψε, κλείνοντας τις παλάμες του γύρω από το σπίρτο. Η Άννα δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του, αλλά, τη φευγαλέα εκείνη στιγμή που άναψε η φλόγα, είδε τα μάτια του- άστραφταν από οργή και μοναξιά. Της αντιγύρισε το βλέμμα κι έπειτα φύσηξε το σπίρτο/ Ήξερε πως ήταν ο Δράκος:η καρδιά της πλημμύρισε από τρυφερότητα, ενώ συγχρόνως ξεχείλιζε κι από φόβο. Τον κοίταξε με αγάπη.
Ο άνδρας τράβηξε μερικές βαθιές ρουφηξιές απ΄ τσιγάρο του και μετά έκανε ήσυχα μεταβολή. Κατευθύνθηκε προς τα πεύκα με αργό, χωλό βήμα.
Ειρήνη Σπανίδου «Φόβος»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα