Σάββατο, Μαΐου 26, 2007

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΧΑΡΑΓΜΕΝΗ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ
ΧΑΡΑΓΜΕΝΗ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ

«Θέλω να καταθέσω τη μαρτυρία μου.
Θέλω να μιλήσω για όλα όσα έγιναν τότε, πριν από δέκα χρόνια, και δε μ’ αφήνουν ακόμη σε ησυχία.
Ζούσαμε στο Πριπιάτ, στο κέντρο της πόλης
Δεν είμαι συγγραφέας και δεν μπορεί να χωρέσει αυτό που έγινε. Και τα γράμματα που ξέρω Δε μου φτάνουν… Είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Τίποτε το σπουδαίο. Όπως όλοι, πήγαινα κάθε πρωί στη δουλειά μου και επέστρεφα το βράδυ. Έπαιρνα ένα μέσο μισθό. Πήγαινα διακοπές κάθε χρόνο. Ήμουν ένα φυσιολογικός άνθρωπος! Και ξαφνικά, ένα πρωί, έγινα «ένας άνθρωπος από το Τσέρνομπιλ», κάτι το αξιοπερίεργο! Έγινα κάτι που ενδιαφέρει τους πάντες και που κανείς Δε γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Εγώ όμως θέλω να είμαι σαν όλους τους άλλους… Αλλά δεν μπορώ… Δε γίνεται…Με κοιτάζουν διαφορετικά. Μου κάνουν ερωτήσεις. «Φοβηθήκατε;», «Πώς έγινε η έκρηξη στον πυρηνικό σταθμό;», «Τι είδατε;» κι άλλα τέτοια. Ή ακόμα, «Μπορείτε να κάνετε παιδιά;», «Σας εγκατέλειψε η γυναίκα σας;» Στην αρχή μεταμορφωθήκαμε όλοι μας σε φοβερά αξιοθέατα. Ακόμα και σήμερα, αν πεις σε κάποιον πως είσαι από το Τσέρνομπιλ, σε κοιτάζει παράξενα κι ύστερα σου γυρνάει την πλάτη: «Αυτός είναι από εκεί!»
Τον πρώτο καιρό είχαμε το συναίσθημα πως δεν είχαμε χάσει μόνο την πόλη μας, αλλά κι όλη μας τη ζωή.
Εγκαταλείψαμε το σπίτι μας την Τρίτη ημέρα. Ο αντιδραστήρας έκαιγε ακόμη. Θυμάμαι έναν φίλο μου να λέει: «Μυρίζει αντιδραστήρα» –στ’ αλήθεια ήταν μια απερίγραπτη μυρωδιά. Θα τα έχετε διαβάσει όμως όλα αυτά στις εφημερίδες. Έκαναν το Τσέρνομπιλ ένα εργοστάσιο τρόμου. Ή καλύτερα, μια καρικατούρα τρόμου… Εγώ, θα σας πω μόνο αυτά που έζησα…
Το ανακοίνωσαν στο ραδιόφωνο: «Απαγορεύεται να πάρετε μαζί σας τις γάτες σας!» Εγώ ήθελα να κρύψω τη γάτα μου σε μία βαλίτσα. Δεν ήθελε όμως να μπει και μα καταγρατζούνισε όλους. «Απαγορεύεται να πάρετε μαζί σας τα προσωπικά σας είδη!», έλεγαν. Κανένα πρόβλημα. Δε σκόπευα να πάρω τίποτε άλλο μαζί μου, εκτός από ένα πράγμα – την πόρτα του σπιτιού μου. Έπρεπε να βγάλω και να κουβαλήσω μαζί μου την πόρτα του σπιτιού με κάθε τίμημα. Δεν μπορούσα ν’ αφήσω πίσω αυτή την πόρτα. Την πόρτα μας… Είναι το οικογενειακό φυλαχτό μας, κειμήλιο γενεών. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, πάνω σ’ αυτή την πόρτα τον απόθεσαν. Δεν ξέρω από πού κρατάει το έθιμο – δεν το ακολουθούν όλοι. Η μητέρα μου όμως μου διηγήθηκε πως, μέχρι να φτάσει το φέρετρο, απόθεταν πάνω στην ίδια πόρτα το σώμα κάθε νεκρού σε αυτό το σπίτι.
Πέρασα όλη τη νύχτα δίπλα στο σώμα του νεκρού πατέρα μου που βρισκόταν πάνω σ’ αυτή την ξύλινη πόρτα. Το σπίτι είχε μείνει ορθάνοιχτο όλη τη νύχτα. Η πόρτα αυτή είναι γεμάτη σημάδια: σημάδια από το ύψος μου όσο μεγάλωνα, σημάδια με μια σημείωση δίπλα: Α’ Δημοτικού, Β’ Δημοτικού, Α’ Γυμνασίου, φαντάρος… Και δίπλα σ’ αυτά τα σημάδια, βρίσκονται τα σημάδια του γιου μου και της κόρης μου. Μια ολόκληρη ζωή χαραγμένη στην πόρτα… Πώς μπορούσα να την αφήσω πίσω;
Ζήτησα από το γείτονα που είχε αυτοκίνητο να με βοηθήσει. Μου είπε πως είμαι τρελός. Εγώ όμως την πήρα τελικά την πόρτα… Την πήρα μια νύχτα, δύο χρόνια μετά, με μοτοσικλέτα. Το σπίτι μας είχε ήδη αδειάσει απ’ τους κλέφτες. Δεν είχε μείνει τίποτε εκτός απ’ την πόρτα. Η στρατιωτική αστυνομία με κυνήγησε μέσα στο δάσος: «Αλτ, θα πυροβολήσουμε! Αλτ»! Φυσικά, με είχαν πάρει για κλέφτη. Εγώ όμως έκλεβα την πόρτα του ίδιου του σπιτιού μου…
Η γυναίκα και η κόρη μου μπήκαν στο νοσοκομείο. Τα σώματα τους είχαν γεμίσει μαύρες κηλίδες στο μέγεθος νομισμάτων που πότε εμφανίζονταν και πότε εξαφανίζονταν. Δεν πονούσαν όμως. Όταν τελείωσαν οι εξετάσεις, ζήτησα από τους γιατρούς τα αποτελέσματα:
-Δε σας αφορά, μου απάντησαν.
-Αν δεν αφορά εμένα, τότε ποιόν αφορά; τους είπα.
Την εποχή εκείνη έλεγαν ότι όλοι θα πεθάνουμε κι ότι μέχρι το 2000 θα έχουν πεθάνει όλοι οι Λευκορώσοι. Η κόρη μου ήταν τότε έξι χρονών. Την έβαζα στο κρεβάτι και μου ψιθύριζε στο αυτί: «Μπαμπά, θέλω να ζήσω. Είμαι ακόμη πολύ μικρή…» Κι εγώ που νόμιζα πως δεν καταλάβαινε…
Μπορείτε να φανταστείτε την εικόνα επτά φαλακρών κοριτσιών στον ίδιο θάλαμο; Στο θάλαμο όπου βρισκόταν η κόρη μου, υπήρχαν άλλα έξι φαλακρά κορίτσια σαν κι αυτή! Αρκετά! Δεν μπορώ να συνεχίσω… Όταν μιλάω γι’ αυτά, έχω την αίσθηση ότι την προδίδω. Ξέρετε γιατί; Γιατί πρέπει να μιλήσω γι’ αυτήν σαν να ήταν ξένη. Ξέρετε πόσο υπέφερε; Η γυναίκα μου δεν μπορούσε να τη βλέπει στο νοσοκομείο: «Καλύτερα να πεθάνει, παρά να υποφέρει έτσι το κορίτσι μας. Προτιμώ να πεθάνω, παρά να τη βλέπω έτσι!» Όχι! Δεν μπορώ να σας μιλήσω άλλο… Δεν μπορώ!
Την ξαπλώσαμε πάνω στην πόρτα – την ίδια πόρτα πάνω στην οποία είχαμε αποθέσει νεκρό τον πατέρα μου. Έμεινε εκεί μέχρι να έρθει το μικροσκοπικό φέρετρο. Δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα κουτί κούκλας…
Θέλω να σας πω πως η κόρη μου πέθανε απ’ το Τσέρνομπιλ. Όλοι τώρα μας λένε πως πρέπει να ξεχαστούν όλ’ αυτά για πάντα… Πώς όμως».
Νικολάι Φόμιτς Καλούγκιν, πατέρας

((Από το βιβλίο «Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος. Μαρτυρίες». Της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, σε μετάφραση Ορέστη Γεωργιάδη. Έκδοση: Σύλλογος υποστήριξης ερευνών κατά της Λευχαιμίας και άλλων παθήσεων/ Περίπλους)

1 σχόλια:

Τη 26/5/07, 2:52 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger aqua είπε...

Συγκλονιστικό...
Συγχαρητήρια για την αναφορά.
Γιατί ξεχναμε εύκολα.

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα