3.
Στην πέτρα του καλόγερου
φυτρώνει εν’ ανθάκι.
Άλλοι το λένε θάνατο
κι άλλοι το λεν βοτάνι.
Ο μαύρος ο ηγούμενος
το λέει Χριστός Ανέστη.
4.
Τρελός- τυφλός πραματευτής
τα όνειρα πουλούσε.
Νεράιδες τον ρωτήσανε
νεράιδες τον ρωτάνε.
Πέσ’ μας καλέ πραματευτή
που βρήκες τους μαστόρους
που φιάξαν το χρυσό αϊτό
πάνω στα δαχτυλίδια;
Σε σταυροδρόμι κάθισα
μια μέρα και μια νύχτα.
Και από τον κάμπο έρχονταν
και στα βουνά πηγαίναν.
Είχαν τις Λάμιες για σφυριά
τον ήλιο για αμόνι.
Εξαιρετικο αγαπητε Γιαννη
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα ακόμα διαμάντι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΒολκώφ
Γιάννη μου, περιμένουμε κι άλλα ποιήματά σου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΒολκώφ